σότια
i.
Είμαι ας πούμε από αυτούς που κάνουν μαλακισμένες επιλογές για τη ζωή τους.
Ή τουλάχιστον έτσι θεωρούν οι άλλοι για μένα. Για πολλά χρόνια απέφευγα να
δουλέψω σε σχολείο. Είχα κατά κάποιο τρόπο αποδεχτεί ότι θα δουλεύω για πάντα
σε φροντιστήρια – θες η δυσκολία μου να αλλάζω κοινωνικά περιβάλλοντα, θες η
ταύτιση μου με τον συνδικαλισμό βάσης, θες η αναβλητικότητα μου να πάω στρατό, τέλος
πάντων για χρόνια το απευχόμουν και ούτε καν κοιτούσα τις προσλήψεις
εκπαιδευτικών στα εκπαιδευτικά σάιτ, ευχόμενος μην γίνει καμιά στραβή και με
πάρουν επαρχεία.
Ήταν Σεπτέμβριος, ήμουν Θεσσαλονίκη και μόλις είχα φύγει από την πορεία της
ΔΕΘ. Οι μπάτσοι ρίξανε δακρυγόνα και κρότου-λάμψης μέσα στο μπλοκ μας και μια
πρώην συμφοιτήτρια μου έπαθε κάτι ψιλοεγκαύματα. Την πήγαμε σπίτι της με τον
γκόμενο της – κι αυτός πρώην συμφοιτητής που όμως δεν ασκεί το σπορ της εκπαίδευσης
– και καθόμουν στον καναπέ και έπαιζα με τον γατό τους. Εκεί που αράζαμε και
προσπαθούσαμε να ηρεμήσουμε την φίλη χτυπάει το τηλέφωνο. Όταν το σήκωσα ήταν
ένα σοκ. Σάββατο βράδυ με είχαν πάρει από την διεύθυνση πρωτοβάθμιας μιας
επαρχιακής πόλης να με ενημερώσουν ότι το όνομα μου ήταν στον πίνακα με τις
προσλήψεις και αν είχα σκοπό να αποδεχτώ την θέση και ότι είχα προθεσμία μέχρι
την Δευτέρα να παρουσιαστώ.
Τρεις μπύρες και μια προδοσία της προλεταριακής οντολογίας αργότερα μου
πήρα το ΚΤΕΛ και κατέβηκα Αθήνα να μαζέψω τα ρούχα μου και μια Κumtel που μου αγόρασαν άρον-άρον οι γονείς μου.
Δευτέρα πρωί-πρωί ανέβηκα στο τρένο και πήγα στην πρωτοβάθμια του νομού, και
από εκεί σε ένα ξενοδοχείο μέχρι να με ενημερώσουν σε ποιο χωριό θα με
τοποθετούσαν.
Τρίτη πρωί, πάω πάλι στην πρωτοβάθμια. «Έχετε τοποθετηθεί στην – ας την
πούμε – Νταλιατανή και πρέπει να πάτε αμέσως να αναλάβετε υπηρεσία». Πίσω στο
ξενοδοχείο αρπάζω τα πράγματα μου και την Kumtel μου και κατεβαίνω στην ρεσεψιόν να
πληρώσω. Η κυράτσα – ίδια η Πιπερόπη η Πιπεριά η Φαρμακόγλωσσα λέει στο
τηλέφωνο για την κόρη της που έχει μπλέξει με έναν Αλβανό – και με γράφει στο
μουνί της όταν της λέω ότι βιάζομαι να πάρω το ΚΤΕΛ. «Μισό να πάω τουαλέτα» μου
λέει. Δεν γαμιέσαι χωριάτισσα σκέφτομαι και αρχίζω να τρέχω χωρίς να πληρώσω
και μπαίνω σε ένα ταξί. Μέσα στο άγχος μου μην βάλει τίποτα μπάτσους να με
βρουν, νιώθω μια απέραντη ικανοποίηση που εφάρμοσα τις τακτικές αυτομείωσης της
ιταλικής αυτονομίας στην ελληνική επαρχεία.
Τρεις ώρες αργότερα φτάνω στο κωλοχώρι. Ντάξει, κωμόπολη με ιστορικό
παρελθόν και πάνω σε σεισμογενές ρήγμα, αλλά μετά τις δύο το μεσημέρι δεν
κυκλοφορεί ούτε αδέσποτη γάτα και κάθε τέταρτο βαράει η καμπάνα. Αφού τελειώνω
από την ανάληψη υπηρεσίας στον διευθυντή, πάω στο γραφείο να συστηθώ στις
δασκάλες. Τέσσερα ονόματα συγκράτησα: ας τις πούμε Ρούλα, Σούλα, Λόλα, Μίνα.
Σαν τους αδερφούς Ντάλτον ακούγεται. Ή σαν τις αδερφές Τατά. «Αν κάτι μισώ»,
λέει η Λόλα, «αυτό είναι το διαφορετικό» και την φαντάζομαι να φτύνει μια πράσινη
ροχάλα. Πόσο μαλάκας είσαι, λέω στον εαυτό μου και χαμογελάω.
Μια βδομάδα και από μία επίσκεψη σε όλες τις ενοικιαζόμενες τρύπες του
χωριού αργότερα, βρήκα καταφύγιο στον ημιώροφο μιας πολυκατοικίας, χωρίς
θέρμανση, μπαλκόνι, φούρνο, και με τον καμπινέ τίγκα στην κατσαρίδα και στην
βοθρίλα. Στην πρώτη βδομάδα το ταβάνι τρύπησε και στάζανε νερά.
ii.
Από την πρώτη μέρα στο σχολείο κατάλαβα ότι την είχα γαμήσει. Ο διευθυντής
ήταν αρκετά συμπαθής και βοηθητικός όμως εξαρχής κατάλαβα ότι ο υποδιευθυντής ο
Βασιλάκης προσπαθούσε να του φάει την θέση. Οι αδερφές Τατά μου είπανε ότι ο
διευθυντής τον παίρνει από Πακιστανούς που τους πληρώνει. Ήταν δυο αδερφάκια
στην Α’ Δημοτικού, ας τα πούμε Άκη και Μιχάλη, που φαίνονταν να έχουν πολύ
έντονο το καλλιτεχνικό στοιχείο. Η μαμά τους χωρισμένη, έκανε συνεχώς παρέα με
κάποια άλλη κοπέλα, οπότε το συμπέρασμα ήταν ότι ήταν λεσβία. Τα δε αγοράκια
εννοείται ότι ήταν πουστάρες που τους άρεσαν τα εικαστικά, το θέατρο και φυσικά
τα αγγλικά τραγούδια που τους έβαζα.
Και φυσικά ήταν και ο πληροφορικός, ας τον πούμε Νότη. Τον οποίο άκουγα
συνέχεια στο γραφείο να λέει για μαθήτρια τρίτης δημοτικού, κάπως ξεπεταγμένης,
για το πόσο μουνάρα ήταν. Και ήταν και ένα παιδί της τετάρτης δημοτικού, ας τον
πούμε Μπάμπη, που μάλλον είχε ΔΕΠΥ και ήταν κάπως βίαιος. Για να συμπληρώσω
λοιπόν όλες μου τις ώρες στο ίδιο σχολείο με έβαλαν να κάνω παράλληλη στήριξη
στον Μπάμπη ενώ δεν ήμουν καν δάσκαλος. Μια φορά λοιπόν, καθώς καθόμουν μαζί
του στο μάθημα της πληροφορικής, ο Μπάμπης σηκώθηκε να φορέσει τον σκούφο του.
Τον αρπάζει τότε ο συνάδελφος, του χώνει τρεις γερές καρπαζιές στον σβέρκο και
τον σηκώνει από τα αυτιά και τον καθίζει πάλι στην καρέκλα. Το παιδί να τρέμει
και εγώ να έχω σοκαριστεί.
Την επόμενη μέρα, είμαι πάλι με τον Μπάμπη να κάνουμε μαθηματικά με την
δασκάλα του την Μίνα, εκ των αδερφών Τατά. Ο Μπάμπης έλυνε ασκήσεις σωστά, μέχρι
που περνάει από πάνω η δασκάλα και παρατηρεί ότι γράφει από τα δεξιά προς τα
αριστερά, σαν τους Άραβες. Τα παίρνει τότε, αρπάζει τον Μπάμπη από τα μαλλιά
και τον βάζει να σβήσει όλες τις ασκήσεις ενώ τις είχε κάνει σωστές.
Όντας σοκαρισμένος από όλα αυτά, πάω στον διευθυντή και τα αναφέρω. Μου
λέει δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, αν θες απευθύνσου στο συνήγορο του παιδιού.
Κάτι που έκανα. Και μου απάντησαν ότι χωρίς την συγκατάθεση του γονέα δεν
μπορούν να κάνουν κάποιου είδους έρευνα στους ενόχους. Έτσι κι αλλιώς, μετά από
μερικές μέρες είδα την μαμά του Μπάμπη έξω από το σχολείο με κατεβασμένο το
κεφάλι να ακούει τον διευθυντή να της τα χώνει για το παιδί της. Έτσι είναι αν
ζεις στην κωλοεπαρχία, αντί να ζητάς απόδοση ευθυνών, φοβάσαι μην στιγματιστείς
εσύ και το παιδί σου. Ή και όχι μόνο στην επαρχία. Βέβαια στην επαρχία, είναι
πιο εύκολο μάλλον να έρθει αυτός που χτύπησε το παιδί και να σου δείχνει στο Street View το σπίτι σου στην Αθήνα και μαιάνδρους στο κινητό.
Ωραία τα πράγματα στο σχολείο, όσο και εκτός. Μια μέρα έξι το πρωί πήγα να
πάρω το πρώτο-πρώτο ΚΤΕΛ για να κατέβω σε μια απεργία στην Αθήνα. Το πρακτορείο
ήταν βασικά ένα καφέ-ψιλικατζίδικο που έβγαζε και εισιτήρια. Ξυπνάω με καλή
διάθεση – θα κατέβω σε μια απεργία στην Αθήνα ρε πούστη και δεν θα βλέπω τους
χρυσαυγίτες – αλλά όταν φτάνω στο πρακτορείο-καφέ-ψιλικατζίδικο μου κόβονται τα
πόδια. Εκεί που περίμενα να είναι άδειο το μπουρδελάκι να μπορέσω να διαβάσω
κάτι με την ησυχία μου, ήταν φίσκα στους κωλοχωριάτες. Τι σκατά κάνουν έξι το
πρωί ρε μαλάκα; Αφού εγκαταλείπω κάθε ελπίδα να κάτσω κάπου μόνος – τα είχαν
πιάσει όλα τα τραπέζια – αναγκάζομαι να κάτσω σε μια καρέκλα στο τραπέζι δυο
εξηντάρηδων λιγδιάρηδων και να τους πω και καλημέρα. Αφού μιλούσαν τόσο δυνατά
που ούτε να ακούσω Darkthrone στα ακουστικά μου δεν μπορούσα, τελικά διαπιστώνω ότι μόλις
είχαν γυρίσει από κάποιο κωλόμπαρο-μπουρδέλο και λένε για τις Βουλγάρες που
γάμησαν και τι ωραία πίπα που του έπαιρνε η παλιοπουτάνα. Ευτυχώς που δεν είχα
πάρει τίποτα να φάω δηλαδή, γιατί ακόμα και ο σκατοκαφές που μου είχε φτιάξει η
βρωμοβλάχα του πρακτορείου-καφέ-ψιλικατζίδικου πήγαινε να μου βγει από την μύτη
με αυτά που άκουγα σε συνδυασμό με την ακατανίκητη κοσμική βοθρίλα του καμπινέ.
Αν οι αναχωρήσεις από αυτό το μέρος ήταν το πολύ εμετικές, οι αφίξεις ήταν
στα όρια της απειλής της σωματικής μου ακεραιότητας. Γυρνώντας από την Αθήνα
μετά από τριήμερο 25ης Μαρτίου πήρα μαζί μου και την κοπέλα που τα είχα τότε να
κάτσουμε μερικές μέρες μαζί. Και αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ήρθε.
Κατεβαίνουμε από το ΚΤΕΛ στο άλλο χωριό και ανεβαίνουμε στο λεωφορείο
ανταπόκρισης για να μας πάει στο χωριό. 8 το βράδυ, είχε σκοτεινιάσει. Είμαστε
μόνο εμείς και ο οδηγός. Χαμηλώνει τα φώτα της καμπίνας και βάζει σκυλάδικα
στην διαπασών. ΟΟΟΟΚΚΚΚ. Και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι δεν πάει από τον κανονικό
επαρχιακό δρόμο αλλά από κάποιον χωματόδρομο μέσα από το δάσος. Τα σκυλάδικα
στην διαπασών, τα φώτα σβηστά και να πηγαίνει γαμιώντας. Ωραία θα βρεθούμε
τεμαχισμένοι και οι δύο σε καμιά λακκούβα. Πάω δειλά-δειλά στον οδηγό και του
ζητάω ήσυχα και απλά να χαμηλώσει λίγο την μουσική και να ανεβάσει λίγο τα
φώτα. Τώρα θα βγάλει το περίστροφο. Κάτι μουρμουρίζει στα βλάχικα και χαμηλώνει
την μουσική. Νταξ, μάλλον θα τον γλυτώσουμε απόψε τον τεμαχισμό.
iii.
Νέος Σεπτέμβρης, νέα περιοχή, νέα σχολεία. Μεγαλύτερη πόλη, πιο κοντά στην
Αθήνα. Ας την πούμε Πύρρη. Λιγότερη απανθρωπιά;
Ήταν ένα δευτεράκι, ας την πούμε Χρυσούλα. Έμενε με την γιαγιά της – οι
γονείς της ήταν ναρκομανείς. Ερχόταν πάντα με βρώμικα ρούχα και είχε στα μάτια
της το βλέμμα του αγριμιού. Κανένα κορίτσι δεν την έκανε παρέα και πάντα την
κορόιδευαν. Και αυτή κυνηγούσε και χτυπούσε όλα τα παιδιά. Ήταν πάντα ένα
αγρίμι – εκτός από τότε που τους μάθαινα παιδικά αγγλικά τραγουδάκια και
χορεύαμε το “Head Shoulders Knees and Toes.” Τότε τα μάτια της έλαμπαν και ένιωθα ότι αξίζει να είμαι εκπαιδευτικός.
Μια μέρα την ώρα που είχα κενό και έβγαζα φωτοτυπίες στο γραφείο, ήρθε η
Χρυσούλα μέσα. Μασουλούσε ένα σάντουιτς και της τρέχανε οι μύξες. Έβγαζε το
μαρούλι από το σάντουιτς με το χέρι της και το έβαζε στο στόμα της. Οι μύξες
πήγαιναν πάνω στο μαρούλι, στο στόμα και στο σάντουιτς και η Χρυσούλα δεν
μπορούσε να κατεβάσει το χαρτί του σάντουιτς. Ώσπου μια δασκάλα άρχισε να
ουρλιάζει στην καθυστερημένη και βρωμιάρα Χρυσούλα, της άρπαξε το σάντουιτς και
το πέταξε στα σκουπίδια και πήρε την γιαγιά της τηλέφωνο να τσακιστεί να έρθει
να την πάρει.
Πέρασε μια βδομάδα και η Χρυσούλα άφαντη. Όταν ρώτησα την δασκάλα της που
χάθηκε, εκείνη μου είπε αδιάφορα «την στείλαμε στο ειδικό σχολείο».
Ήταν ένα τριτάκι, ας τον πούμε Βασίλη. Αλβανάκι, πολύ αδύνατο και πάντα
χλωμό, άυπνο και αγέλαστο. Με ένα γλυκό ολοστρόγγυλο κεφαλάκι και φαγωμένα τα
μαλλιά από τριχοφάγο. Ο Βασίλη δεν μιλούσε ποτέ και καθόταν πάντα μόνος του. Σε
κάθε εφημερία μου, καθόμουν μαζί του και ζητούσα από τα άλλα παιδιά να παίξουν
μαζί του. «Κύριε δεν μιλάει ελληνικά». «Αστον, καθυστερημένο είναι, ούτε μια
λέξη ελληνικά δεν ξέρει» μου έλεγε η δασκάλα του.
Λίγες μέρες πριν κλείσουμε για τα Χριστούγεννα, έφτιαξα για κάθε παιδί ένα
μικρό τριγωνικό μπισκοτόσπιτο από πτι-μπερ, με ζαχαρόπαστα για χιόνι και ένα
σοκολατάκι Kinder μέσα
στο σπιτάκι. Το πιο ωραίο σπιτάκι το κράτησα για τον Βασίλη και του έβαλα έξτρα
τρούφα πάνω από την ζαχαρόπαστα. Ήταν η πρώτη φορά που μου χαμογέλασε. Και ήταν
η πρώτη φορά που άκουσα την φωνή του. “Thank you.”
Το επόμενο πρωί – ένα παγωμένο πρωί, όπως κάθε χειμωνιάτικο πρωινό στην
Πύρρη – μπήκα στο γραφείο των δασκάλων και όλοι ήταν σιωπηλοί. Κάποιες δασκάλες
κλαίγανε. «Τι έγινε ρε παιδιά;» «Ο Βασίλη» μου λέει η δασκάλα του με το make-up να χύνεται στα μάγουλα της.
Ο Βασίλη ζούσε σε ένα ξύλινο σπίτι δίπλα σε ένα χωράφι, 2-3 χιλιόμετρα
μακριά από το σχολείο. Οι γονείς του δούλευαν πρωί-βράδυ και τα βράδια ήταν
πάντα με τον αδερφό του που πήγαινε γυμνάσιο. Το βράδυ της ημέρας που του έδωσα
το μπισκοτόσπιτο είχανε ανάψει την ξυλόσομπα τους. Είχε πολύ κρύο. Εκείνο το
βράδυ εγώ δεν είχα μπορέσει να κοιμηθώ από το κρύο. Οι δάσκαλοι είπαν ότι μια
φλόγα πετάχτηκε από την ξυλόσομπα και το σπίτι του Βασίλη πήρε φωτιά. Ο αδερφός
του Βασίλη κατάφερε να βγει έξω, όμως όταν ο Βασίλη προσπάθησε να βγει δεν
μπορούσε να ανοίξει το πόμολο γιατί τσουρούφλιζε. Ο αδερφός του είπε ότι αρχικά
πήγαν να βγουν μαζί, όμως ο Βασίλη ξαναέτρεξε μέσα για να πάρει το
μπισκοτόσπιτο του.
Από ότι έμαθα, οι γονείς του Βασίλη πήραν το σώμα του για να το θάψουν στην
Αλβανία. Και η δασκάλα του Βασίλη, του καθυστερημένου Βασίλη που δεν ήξερε ούτε
λέξη ελληνικά πήρε μια βδομάδα άδεια για να διαχειριστεί το σοκ και το πένθος
της.
iv.
Έχουν περάσει τα χρόνια. Έχω καταφέρει να είμαι πλέον στην Αθήνα, αν και
συνεχίζω κάθε χρόνο να πηγαίνω σε διαφορετικά σχολεία. Φέτος είμαι – ας πούμε –
στην Νέα Πέραμο σε λύκειο, μετά από πολλά χρόνια στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Τα παιδιά είναι αξιαγάπητα. Δύο κορίτσια, ας τα πούμε Μαρία-Ελένη και Αλεξία,
τα βλέπω σαν μικρές μου αδερφές, δύο πλάσματα τόσο έξυπνα και συμπονετικά που
θέλω να τα προστατέψω από κάθε κακό. Γιατί για τους παλιότερους καθηγητές,
πολλοί μαθητές είναι σκουπίδια, αλήτες και καμένα χαρτιά. Είναι ούγκανοι,
κάνουν μπάφους στο σχολείο και πάνε γήπεδο για να τα σπάσουν. Είναι κι ένας
αυτιστικός, ας τον πούμε Χριστόφορο, που η μάνα του δεν δέχεται να του βάλουν
παράλληλη στήριξη και για αυτό οι καθηγητές θέλουν να διώξουν το παιδί.
Σε αυτό το σχολείο οι καθηγητές είναι – εκτός από Δελμούζοι που κάνουν και
γαμώ την παιδαγωγική – ανακριτές, δικαστές, ένορκοι και τιμωροί. Κάθε φορά που γίνεται
κάτι με τους ούγκανους, τους φέρνουμε στο γραφείο και τους ανακρίνουμε στις
συνεδριάσεις του συλλόγου διδασκόντων. Στην συνέχεια, προτείνει ο διευθυντής
την ποινή. Και συνήθως οι διευθυντές, σαν εισαγγελείς, προτείνουν πιο βαριές
τιμωρίες. Όταν, κάποια στιγμή, ήρθε στο σχολείο ένας καθηγητής με κατηγορίες
για χούφτωμα μαθήτριας για να αναπληρώσει έγκυο συνάδελφο και τα κορίτσια
έρχονταν συνέχεια και λέγανε ότι τους ασκεί σεξουαλική παρενόχληση, τότε δεν
έγινε καμία ανάκριση, κανένας σύλλογος. Κανένας δεν είπε τίποτα. Εκτός από
μένα.
Και από μια συνάδελφο, ας την πούμε Μ87*, που ήρθε τον Νοέμβριο στο σχολείο
για να αναπληρώσει μια άλλη έγκυο. Είναι η μόνη που μπήκε στην διαδικασία να
αγαπήσει τα παιδιά και η μόνη που τόλμησε να μιλήσει για την σεξουαλική
παρενόχληση και για τα άλλα προβλήματα του σχολείου. Όταν είδα για πρώτη φορά
την Μ87* σκέφτηκα «τι ψωνάρα είναι αυτή». Όμως έτυχε την επόμενη μέρα να
κάτσουμε για καφέ σε έναν σχολικό περίπατο, και τότε είδα τα μάτια της και το
πρόσωπο της. Και όταν μου μίλησε για τον Ρανσιέρ και εγώ της είπα για τον
Μπένγιαμιν, τότε κάτι μέσα μου λύγισε. Συνηθίζω να συνδέω τους ανθρώπους και
ότι αισθάνομαι για αυτούς με την μουσική. Από την ημέρα που είδα τα μάτια της
σκέφτηκα το “4(E+D)4(ER=EPR)” του William Basinski, ένα ambient τραγούδι με αφετηρία τα βαρυτικά κύματα που συνέλαβε το
παρατηρητήριο LIGO και επιστήμονες κατέγραψαν με συμβολικούς ήχους για να αναπαραστήσουν
το πώς ακούστηκε η συνένωση δύο μαύρων τρυπών πριν από 1.3 δισεκατομμύρια
χρόνια. Ένα τραγούδι που δεν σταμάτησα να σκέφτομαι από τότε που την είδα,
γιατί ένιωθα σαν να είναι αυτή μια μαύρη τρύπα, κάτι τόσο απέραντο,
απροσδιόριστο και αδύνατο να δεις που μπορεί να μην πιστεύεις ότι υπάρχει, κάτι
που σε τραβάει χωρίς να μπορείς να ξεφύγεις και που δεν θα δεις ποτέ, ακόμα και
όταν σε ρουφήξει. Έχοντας φτάσει σχεδόν 40 χρονών, πρώτη φορά στην ζωή μου
ένιωσα ότι μια γυναίκα μπορούσε να με τραβήξει και να διαπεράσει τον τοίχο που
είχα χτίσει για να μην μπορέσει ποτέ κανένας να καταλάβει την πίκρα που νιώθω
από παιδί. Και όταν ένιωσα ότι ήταν έτοιμη να τρυπήσει τον τοίχο μου, τότε
προσπάθησα να ζωντανέψω εκείνο το απόσπασμα από το Tar Baby της Toni Morrison για τον ανέφικτο έρωτα μεταξύ του Son, ενός κακοποιού που για να ξεφύγει από την φυλακή
ξεβράζεται στις ακτές ενός νησιού της Καραϊβικής, και της Jadine, μιας πανέμορφης – αλλά ανίκανης να ενσωματωθεί στα
πρότυπα – απόφοιτης της Σορβόννης:
Desperately
in love with a woman he could not risk loving because he could not afford to
lose her. For he if he loved and lost this woman whose sleeping face was the
limit his eyes could safely behold and whose wakened face threw him into
confusion, he would surely lose the world. So he made himself disgusting to
her. Insulted and offender her. Gave her sufficient cause to help him keep his
love in chains and hoped to God the lock would hold. It snapped like a string.
Έτσι κι εγώ έσπασα σαν μια χορδή, γιατί η βαρυτική έλξη της Μ87* ήταν
ισχυρότερη από την θέληση μου να αρνούμαι τον εαυτό μου και την ζωή. Και για
μια στιγμή, ένιωσα ότι μπαίνοντας μέσα στον ορίζοντα γεγονότων, μπορούσα να δω
έναν ορίζοντα πέρα από ότι είχα ζήσει μέχρι τότε.
Μέχρι που τα παιδιά τόλμησαν να κάνουν κατάληψη για να διαμαρτυρηθούν για την
εκμηδένιση της ανθρώπινης ζωής και της νιότης που τόσο πάλευε να εδραιώσει η
κυβέρνηση και το κεφάλαιο. Και επειδή την κατάληψη την πραγματοποίησαν τα
σκουπίδια και τα καμένα χαρτιά, οι Δελμούζοι αυτού του κόσμου αποφάσισαν να
χύσουν όλο το δηλητήριο που είχαν μέσα τους και να εκδικηθούν τα παιδιά. Στο
πρόσωπο ενός 17χρονου – ας τον πούμε Ηρακλή – που έχασε τον πατέρα του πριν
τρία χρόνια από καρκίνο και ενός ακόμα 17χρονου που θα έμενα από απουσίες, ας
τον πούμε Στράτο. Και μαζί με αυτόν που θα στηνόταν στο εκτελεστικό απόσπασμα,
να εξορίσουν και τους δύο ηθικούς αυτουργούς της παραβατικότητας και της
αλητείας στο σχολείο.
Όταν πραγματοποιήθηκε το έκτακτο στρατοδικείο, οι Δελμούζοι-δικαστές έκαναν
απολύτως σαφές ο σκοπός δεν ήταν η πάταξη της παραβατικότητας στο σχολείο. Ο
σκοπός ήταν να πάρουν ρεβάνς για ότι έγινε τα προηγούμενα χρόνια και για ότι
δεν επιτρέψαμε η Μ87* κι εγώ να συμβεί φέτος. Το μέσο για να γίνει αυτό ήταν η
μετατροπή του συλλόγου σε show trial (που λένε και στο χωριό μου) και να
διαλύσουν εμάς τους δύο. Και αφού εγώ δεν δέχτηκα την τιμωρία των σκουπιδιών,
εκφόβισαν την Μ87* για να απαρνηθεί αυτό που ήταν – και αυτό που ήμασταν – και
να με απομονώσουν. Έτσι λοιπόν δέχτηκα όλα τα χτυπήματα, κατηγορήθηκα ως
υποκινητής και νομιμοποιητής της παραβατικότητας, ως οπαδός της βίας. Και ούτε
ένας συνάδελφος δεν μίλησε, ούτε ένας δεν ήρθε κατ’ ιδίαν να μου πει ότι διαφωνεί.
Και η μαύρη τρύπα τελικά με εκτόξευσε, σαν σχετικιστικό πίδακα, έξω από τον
γαλαξία της.
v.
Μέρες τώρα προσπαθώ να τελειώσω αυτό το παραμύθι. Ένιωθα ότι για να
τελειώσει έπρεπε πρώτα να πληγωθώ για αυτό που τολμώ να ζω τώρα. Είναι
μεσάνυχτα, είμαι πάνω στην κορυφή του Σχιστού και βλέπω την θάλασσα. Τα καράβια
στον Πειραιά, τα φώτα της Σαλαμίνας, την παραλιακή, τα διυλιστήρια, την Νέα
Πέραμο. Κάπου εκεί ο Ηρακλής, ο Στράτος και τα αλάνια θα κάνουν τους μπάφους
τους. Κάπου εκεί η Αλεξία και η Μαρία-Ελένη θα κλαίνε προσπαθώντας να βγάλουν
την ύλη για τις πανελλήνιες. Κάπου πιο ανατολικά η Μ87* θα διαβάζει ή θα γράφει
ποιήματα ή θα κοιμάται.
Από τα ηχεία του αυτοκινήτου παίζουν on repeat το “Für Alina” και το “Salve Regina” του Arvo Pärt. Αυτές οι μικρές νότες του πιάνου που αντηχούν σαν καμπάνες και που
φτιάχτηκαν για να μπορεί κάθε χορταράκι να είναι τόσο σημαντικά όσο ένα
λουλούδι. Και στο μυαλό μου τριγυρίζουν τα εξόριστα παιδιά της Εύας, ας τα
πούμε Άκη, Μιχάλη, Μπάμπη, Χρυσούλα, Βασίλη, Μαρία-Ελένη, Αλεξία, Περικλή,
Στράτο. Και αναγνωρίζω ότι κάθε τι μεγάλο είναι χτισμένο πάνω στην θλίψη.
Του χρόνου θα προσπαθήσω να είμαι πάλι στο ίδιο σχολείο. Ξέρω τι θα πείτε.
Πάλι μαλακισμένη επιλογή θα κάνω.
Τίποτα από ότι διάβασες δεν είναι αλήθεια
Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη
Όλα είναι σότια
Απλά ήμουν πάνω στο βουνό μου και το βουητό από ένα
όνειρο μου
Έτσι περπάτησα πάνω στο νερό και ξεβράστηκα στο νησί σας
Εκεί, στο πιο απόμακρο σημείο που ούτε οι κάτοικοι του
δεν το γνώριζαν
Βρήκα το ξέφωτο σου
Κάτι ουσιώδες φύτρωσε εκεί
Όμως δεν μπορούσε να μεγαλώσει
παρά μόνο με
ψευδώνυμα
Τώρα είμαι πάλι πάνω στο βουνό μου
Τα χέρια μου μάτωσαν ανεβαίνοντας τους βράχους
Και κοιτάω το νησί σας γνωρίζοντας ότι θα ξαναξεβραστώ
εκεί
Πάντα καθοδηγούμενος από την θέληση μου να αρνούμαι
(-δ)