μεγάλες στιγμές του ιμπεριαλισμού: μνήμη μπόμπι σαντς












το π.γ. της κ.ε. του πλοκ πιστό στις αντιιμπεριαλιστικές του αρχές (= πιστό στο κλίκ-πέητ) αποφασίζει με κοοπτάτσια την επιβολή μιας νέας μόνιμης στήλης που θα αναρτάται κάθε τετάρτη με τίτλο "μεγάλες στιγμές του ιμπεριαλισμού," στην οποία θα σχολιάζονται παλιά ή νέα λόγια και έργα των διαφόρων κηνσόρων του ιμπεριαλισμού.

στις 5 Μαίου συμπληρώθηκαν 43 χρόνια από την ημέρα που ο Μπόμπι Σαντς πέθανε σε ηλικία 27 χρονών κατά την διάρκεια της απεργίας πείνας των ιρλανδών αγωνιστών φυλακισμένων. ο Μπόμπι Σαντς γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1954 στο Dunmurry της επαρχίας Αντρίμ κοντά στο Μπέλφαστ. όταν ήταν 7 χρονών η οικογένεια του αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Rathcoole του Μπέλφαστ λόγω του τραμπουκισμού που βίωνε από τους προτεστάντες γείτονες. το Rathcoole ήταν μικτή περιοχή και ο Σαντς μεγάλωσε μέσα στην βία και τις συγκρούσεις μεταξύ καθολικών και προτεσταντών και στα 15 του ξεκίνησε να δουλεύει ως μηχανικος λεωφορείων. στην δουλειά του συνέχισε να βιώνει απειλές και κακοποίηση από συναδέλφους του που ήταν μέλη της νεολαίας της προτεσταντικής παρακρατικής ενωσιακής uda (ulster defence association, ένωση υπεράσπισης του Όλστερ). όταν το 1971, σε ηλικία 17 χρονών τον απείλησαν με πιστόλι να μην ξαναπάει στην περιοχή του εργοστασίου γιατί ήταν περιοχή προτεσταντών, και τότε αποφάσισε ότι ο μόνος τρόπος να προστατευτεί ήταν να γίνει μέλος του IRA. το 1972, η οικογένεια του αναγκάστηκε να φύγει από το Rathcoole και να μετακομίσει στην αμιγώς καθολική περιοχή Twinbrook μετά από επιθέσεις προτεσταντών. τον Οκτώβριο του 1972 συνελήφθη για πρώτη φορά, καθώς βρέθηκαν όπλα στην κατοχή του, και καταδικάστηκε σε φυλάκιση μέχρι τον Απρίλιο του 1976. τον Οκτώβριο του 1976 συμμετείχε στην βομβιστική επίθεση σε επιπλοποιία στην οδό Shankill (γνωστή ως το κύριο προπύργιο των προτεσταντών παρακρατικών) και στην προσπάθεια του να διαφύγει συνελήφθη μαζί με άλλα 5 άτομα, μεταξύ των οποίων ο Joe McDonnell, που στην συνέχεια επίσης πέθανε 3 μήνες μετά τον Μπόμπι στην απεργία πείνας και θάφτηκε δίπλα του. ο Μπόμπι καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκιση για κατοχή όπλου και φυλακίστηκε στην φυλακή του Μπέλφαστ, γνωστή και ως Crumlin Road. αργότερα μεταφέρθηκε στην διαβόητη φυλακή Maze Prison ή γνωστότερη ως Long Kesh στο Maze της επαρχίας Ντάουν.

στις 14 Νοεμβρίου 1976 ξεκίνησε στο Long Kesh η διαμαρτυρία της κουβέρτας, κατά την οποία οι φυλακισμένοι μαχητές του IRA και των άλλων ένοπλων οργανώσεων αρνήθηκαν να φορέσουν τις στολές των φυλακισμένων. ήταν αντίδραση στην τακτική της βρετανικής κυβέρνησης να καταργήσει την ειδική κατηγορία φυλακισμένου που προβλεπόταν για τους φυλακισμένους του IRA και σύμφωνα με την οποία η μεταχείριση τους ήταν ανάλογη με αυτή των αιχμαλώτων πολέμου και δεν ήταν υποχρεωμένοι να φορούν τις στολές των φυλακισμένων ή να συμμετέχουν στις εργασίες της φυλακής. η βρετανική κυβέρνηση το 1976 κατάργησε την κατηγορία του αιχμαλώτου πολέμου για να ταυτίσει τους μαχητές του IRA με ποινικούς κρατούμενους και να μην αναγνωρίσει την κατάσταση πολέμου που κυριαρχούσε στην Βόρεια Ιρλανδία και τον εθνικοαπελευθερωτικό-αντιιμπεριαλιστικό (και ταξικό θα προσθέσω εγώ) χαρακτήρα του ένοπλου αγώνα του ιρλανδικού ρεπουμπλικανισμού. έτσι, οι φυλακισμένοι αγωνιστές, μην αναγνωρίζοντας το καθεστώς του ποινικού κρατουμένου και απαιτώντας να αναγνωριστούν ως αιχμάλωτοι πολέμου, αρνήθηκαν να φορέσουν τις στολές και ήταν γυμνοί καλύπτοντας το σώμα τους μόνο με τις κουβέρτες που τους έδιναν.

το 1978 η διαμαρτυρία της κουβέρτας κλιμακώθηκε στην "βρώμικη διαμαρτυρία" ως απάντηση στην απομόνωση που προβλεπόταν για φυλακισμένους που έριχναν ξύλο σε δεσμοφύλακες. αφού οι κρατούμενοι έσπασαν τα κελιά τους και οι αρχές των φυλακών αφαίρεσαν τα κρεβάτια και τους άφησαν μόνο με στρώματα και δεν τους επέτρεπαν να βγουν έξω για να αδειάσουν τους τενεκέδες με τα ούρα τους, αποφάσισαν να πασαλείβουν τους τοίχους των κελιών με τα σκατά τους. το βασανιστήριο με το οποίο απάντησαν οι αρχές ήταν περιοδικά να τους βγάζουν έξω με την βία, να απολυμαίνουν τα κελιά και να τους κουρεύουν και να τους πλένουν παρά την θέληση τους. ταυτόχρονα, με την αγωνιστική στάση των κρατουμένων, οι αρχές αποφάσισαν να καταργήσουν και το δικαίωμα μείωσης της ποινής λόγω καλής διαγωγής, μείωσαν από 4 σε 1 τις μηνιαίες επισκέψεις των συγγενών και χειροτέρευσαν το φαγητό. έξω από την φυλακή, ο IRA απάντησε με δολοφονίες αξιωματούχων και υπαλλήλων των φυλακών.

με την ιμπεριαλιστική κατοχική βρετανική κυβέρνηση να αρνείται να επαναφέρει το καθεστώς των ειδικών κρατουμένων, φυλακισμένοι αποφάσισαν να προχωρήσουν στο έσχατο μέτρο πίεσης, την απεργία πείνας. η πρώτη απεργία πείνας, αντίθετη με την θέληση του IRA, ξεκίνησε στις 27 Οκτωβρίου 1980 με απόφαση του διοικητή των φυλακισμένων, τον αείμνηστο αγωνιστή Μπρένταν Χιουζ. ο Χιουζ μαζί με τους Tom McFeely, John Nixon, Sean McKenna, Tommy McKearney και Raymond McCartney έκαναν απεργία πείνας για 53 ημέρες. την 1η Δεκεμβρίου τους ακολούθησαν και οι Mairéad Farrell, Mary Doyle και Mairead Nugent από τις γυναικείες φυλακές της επαρχίας Αρμάχ. τον 2ο μήνα της απεργίας η βρετανική κυβέρνηση πρότεινε στον Χιουζ συμβιβασμό. ο Χιους διέταξε την διακοπή της απεργίας πιστεύοντας ότι η πρόταση της απεργίας ήταν ειλικρινής και επειδή και ο Sean McKenna είχε πέσει σε κώμα. με την διακοπή της απεργίας, η έγγραφη πρόταση της κυβέρνησης ήταν μπλόφα, καθώς προέβλεπε την παροχή πολιτικών ρούχων εγκεκριμένων από την φυλακή αντί του δικαιώματος να φορούν τα δικά τους ρούχα. 

έτσι πήραν την απόφαση να ξεκινήσουν απεργία πείνας ξανά, με τον Μπόμπι Σαντς πλέον ως διοικητή των φυλακισμένων, να αρχίζει πρώτος την 1η Μαρτίου 1981. στις 5 Μαρτίου πέθανε ο ρεπουμπλικάνους βουλευτής του βρετανικού κοινοβουλίου για τις επαρχίες Φερμάναχ και Νότιο Ταϊρόουν Frank Maguire. η τακτική των ιρλανδών εθνικιστών ήταν να εκλέγονται στο βρετανικό κοινοβούλιο αλλά να απέχουν από τις διαδικασίες. έτσι, με τον θάνατο του Maguire πάρθηκε η απόφαση να τεθεί ο Μπόμπι υποψήφιος για την έδρα με σκοπό την άσκηση πίεση προς την θάτσερ για να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των κρατουμένων απέναντι σε έναν ετοιμοθάνατο βουλευτή. ο Σαντς κέρδισε την έδρα με 30,492 ψήφων έναντι 29,046 του προτεστάντη υποψήφιου και πρώην προέδρου του ulster unionist party (ενωτικό κόμμα του Όλστερ). η θάτσερ, ωστόσο, αρνήθηκε τα αιτήματα και δήλωσε: "Δεν είμαστε διατεθειμένοι να εξετάσουμε το καθεστώς ειδικής κατηγορίας για συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που εκτίουν ποινές για εγκλήματα. Το έγκλημα είναι έγκλημα είναι έγκλημα, δεν είναι πολιτικό." ο Μπόμπι αποφάσισε να συνεχίσει. ο εκπρόσωπος του πάπα ιωάννη παύλου και αξιωματούχοι του συμβουλίου της ευρώπης τον επισκέφτηκαν για να τον μεταπείσουν. ο υπουργός προεδρίας για την Βόρεια Ιρλανδία humphrey atkins δήλωσε: "Αν ο κ. Σαντς επέμεινε στην απόφαση την να αυτοκτονήσει, αυτή ήταν δική του επιλογή. Η Κυβέρνηση δεν θα του επέβαλε ιατρική φροντίδα με την βία."

ο Μπόμπι πέθανε στις 5 Μαίου 1981 μετά από 66 ημέρες απεργίας πείνας. πάνω από 100 χιλιάδες άνθρωποι ακολούθησαν το σώμα του στην κηδεία του στο New Republican Plot του Νεκροταφείου του Milltown στο Μπέλφαστ, όπου είναι θαμμένοι άλλοι 76 αγωνιστές του IRA, μαζί με άλλους 34 σε άλλο σημείο του νεκροταφείου, στο County Antrim Memorial Plot. στην απεργία πείνας πέθαναν 10 αγωνιστές κρατούμενοι, 7 του IRA και 3 του INLA (Ιρλανδικός Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός), μέχρι την λήξη της απεργίας στις 3 Οκτωβρίου:

Μπόμπι Σαντς (IRA): 5 Μαίου - 66 ημέρες - 27 χρονών
Francis Hughes (IRA): 12 Μαίου - 59 ημέρες - 25 χρονών
Raymond McCreesh (IRA):  21 Μαίου - 61 ημέρες - 24 χρονών
Patsy O'Hara (INLA): 21 Μαίου - 61 ημέρες - 23 χρονών
Joe McDonnell (IRA): 8 Ιουλίου - 61 ημέρες - 29 χρονών
Martin Hurson (IRA): 13 Ιουλίου - 46 ημέρες - 24 χρονών
Kevin Lynch (INLA): 1 Αυγούστου - 71 ημέρες - 25 χρονών
Kieran Doherty (IRA): 2 Αυγούστου  - 73 ημέρες - 25 χρονών
Thomas McElwee (IRA): 8 Αυγούστου - 62 ημέρες - 23 χρονών
Michael Devine (INLA): 20 Αυγούστου - 60 ημέρες - 27 χρονών

μαζί τους έκαναν απεργία οι παρακάτω και την σταμάτησαν είτε λόγω σοβαρών βλαβών, είτε λόγω του ότι τους έβγαλαν από την απεργία πείνας οι γονείς τους (απαίτησαν ιατρική βοήθεια), είτε επειδή τελείωσε η απεργία στις 3 Οκτωβρίου:

Brendan McLaughlin (IRA): 26 Μαίου - 13 ημέρες (εσωτερική αιμορραγία)
Paddy Quinn (IRA): 31 Ιουλίου - 47 ημέρες (τον έβγαλε η οικογένεια του)
Pat McGeown (IRA): 20 Αυγούστου - 42 ημέρες (τον έβγαλε η οικογένεια του)
Matt Devlin (IRA): 4 Σεπτεμβρίου - 52 ημέρες (τον έβγαλε η οικογένεια του)
Laurence McKeown (IRA): 6 Σεπτεμβρίου - 70 ημέρες (τον έβγαλε η οικογένεια του)
Bernard Fox (IRA): 24 Σεπτεμβρίου - 32 ημέρες (απόφραξη νεκρού)
Liam McCloskey (INLA): 26 Σεπτεμβρίου - 55 ημέρες (έπεσε σε κώμα και τον έβγαλε η οικογένεια του)
Patrick Sheehan (IRA): 3 Οκτωβρίου - 55 ημέρες
Jackie McMullan (IRA): 3 Οκτωβρίου - 48 ημέρες
Hugh Carville (IRA): 3 Οκτωβρίου - 34 ημέρες
John Pickering (IRA): 3 Οκτωβρίου - 27 ημέρες
Gerard Hodgins (IRA): 3 Οκτωβρίου - 20 ημέρες
James Devine (IRA): 3 Οκτωβρίου - 13 ημέρες

το 1979 ο Μπόμπι έγραψε μέσα στην φυλακή το αυτοβιογραφικό βιβλίο One Day in My Life, που κυκλοφόρησε το 1983 μετά τον θάνατο του από τον εκδοτικό οίκο Mercier Press. το έγραψε σε χαρτί τουαλέτας με μελάνι που είχε κρύψει στο στόμα του όσο ήταν αιχμάλωτος πολέμου στα H-Blocks του Long Kesh και περιγράφει την ψυχική και σωματική καταρράκωση της διαμαρτυρίας της κουβέρτας και της βρώμικης διαμαρτυρίας, τις κακοποιήσεις από τους δεσμοφύλακες, αλλά και την αμετακίνητη θέληση των αγωνιστών για την ανεξαρτησία της Βόρειας Ιρλανδίας και την ελευθερία. δεν είναι τυχαίο ότι διαρκώς αναφέρεται στις φυλακές με ονόματα ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. ο γ.γ. του πλοκ μεταφράζει κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα.

Ένας γαμιόλης άρχισε να γιουχάρει και να φωνάζει από πάνω από την πτέρυγα προσπαθώντας να διακόψει το μάθημα των Γαέλικων αλλά τα παλικάρια συνέχισαν, αγνοώντας τον. Αυτό συνέβαινε όλη την ώρα. Οι γαμιόληδες, αφού δεν κατάφερναν τίποτα, σύντομα βαριόντουσαν και έφευγαν. Κάθησα ξανά πάνω στο στρώμα, το σώμα μου πονούσε παντού, οι μελανιές γίνονταν όλο και πιο σκούρες όσο περνούσαν οι ώρες. Ήμουν πολύ κουρασμένος, εξαντλιόμουν εύκολα, μην έχοντας πρόσβαση στη γυμναστική ή στον καθαρό αέρα για τόσο καιρό, και σκυλοβαριόμουν. Η σκέψη της απογευματινής επίσκεψης δεν με άφηνε να σκεφτώ. Αλλά, έλεγα στον εαυτό μου, πάντα υπάρχει κάποιος άλλος σε χειρότερη κατάσταση από σένα, και θυμόμουν πολύ καλά τους νεκρούς συντρόφους μου και τις οικογένειες τους.

"Τουλάχιστον μπορώ να σε βλέπω μια φορά τον μήνα," θα έλεγε η μητέρα μου. "Καλύτερα εκεί που είσαι παρά στο Νεκροταφείο του Milltown."

Αλλά υπήρχαν φορές που το Milltown θα ήταν η προτιμότερη εναλλακτική ότι τα πράγματα γίνονταν τόσο αβάσταχτα που δεν σε ένοιαζε καθόλου αν ζούσες ή πέθαινες, αρκεί να ξέφευγες από αυτόν τον κολασμένο εφιάλτη. Δεν πεθαίνουμε έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκα. Δεν εκφυλίζονται τα σώματα μας μέσα σε αυτό το αδιέξοδο; Τώρα είμαι ένα ζωντανό πτώμα. Πως θα είμαι σε έξι μήνες; Θα είμαι ζωντανός σε έναν χρονο; Αυτό η σκέψη συνήθιζε να με ανησυχεί, καθώς στριφογυρνούσε στο μυαλό για ατέλειωτες ώρες. Αλλά όχι πια! Γιατί αυτό είναι το μόνο πράγμα που τους έχει απομείνει για να μου κάνουν: να με σκοτώσουν. Αυτό το έχω καταλάβει εδώ και καιρό και ο Θεός ξέρει ότι δεν ο λόγος που δεν το έχουν καταφέρει μέχρι τώρα δεν είναι επειδή δεν το θέλουν. Μπορούν να με κάνουν ότι θέλουν αλλά δεν θα τους προσκυνήσω, ούτε θα τους επιτρέψω να με κάνουν εγκληματία.

Με ξαφνιάζει να ακούω τον εαυτό μου να λέει ότι είμαι προετοιμασμένος να πεθάνω παρά να υποκύψω στα βασανιστήρια τους και γνωρίζω ότι δεν είμαι μόνος μου, ότι πολλοί από τους συντρόφους μου υποστηρίζουν το ίδιο. Και σκέφτομαι ξανά τους νεκρούς συντρόφους μου. Οι φίλοι που στέκονταν δίπλα μου την μία μέρα και ήταν βρέθηκαν νεκροί την επόμενη. Αγόρια και κορίτσια ακριβώς σαν κι εμένα, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα εθνικιστικά γκέτο του Μπέλφαστ για να δολοφονηθούν από ξένουν στρατιώτες και γλοιώδεις ρατσιστές υπανθρώπους. Πόσοι και πόσες από εμάς έχουν δολοφονηθεί από τα χέρια τους στις κατεχόμενες Έξι Επαρχίες. Πάρα πολλοί! Ακόμα και να ήταν μόνο ένα αγόρι ή ένα κορίτσι θα ήταν πάρα πολύ. Πόσοι παραπάνω Ιρλανδοί θα πεθάνουν; Πόσες ακόμα ζωές θα χαθούν μέχρι να αποφασίσουν οι Βρετανοί ότι έχουν δολοφονήσει αρκετούς και να αναγκαστούν να φύγουν από την Ιρλανδία για πάντα; Μέσα και έξω από την φυλακή είναι ακριβώς το ίδιο - η καταπίεση σε συνθλίβει από κάθε πλευρά. Κάθε γωνία που έχει έναν Βρετανό στρατιώτη με όπλο, κάθε γωνία που έχει υπομείνει το δικό της μερίδιο των βασανιστηρίων και της θλίψης στα χέρια τους.

Ήμουν περήφανος που αντιστεκόμουν, που πολέμησα. Δεν μπορούσαν να μας νικήσουν έξω - μας βασανίζουν χωρίς οίκτο μέσα στις τρύπες τους και έχουν αποτύχει και πάλι να μας νικήσουν. Φοβόμουν αλλά ήξερα ότι δεν θα παραδοθώ ποτέ. Θα αντιμετώπιζα την αυτοκρατορική δύναμη ολόκληρου του οπλοστάσιου των βασανιστηρίων τους αλλά δεν θα υπέκυπτα. Σύρθηκα μέσα στις κουβέρτες μου για να τις τυλίξω γύρω μου και ξάπλωσα ελπίζοντας να με πάρει ο ύπνος για λίγο. Οι γαμιόληδες θα γύριζαν μετά τις οχτώμιση. Ο 'Β-' θα ερχόταν πίσω στις 8.30 το βράδυ απόψε και αναρωτήθηκα ποιος θα ήταν ο αντικαταστάτης του μέχρι τότε. Θα το μάθω σύντομα, σκέφτηκα, κλείνοντας το περιβάλλον έξω από τα μάτια μου και το μυαλό μου. (pp. 54-56).

Άφησα τον Seán να συζητήσει με τα παλικάρια στα παράθυρα τι είχε γίνει και άρχισα να περπατάω ξανά, έχοντας στο νου μου ότι μπορεί να με φώναζαν για την επίσκεψη μου από λεπτό σε λεπτό. Ο ξυλοδαρμός των δύο παλικαριών - και του Pee Wee O'Donnell νωρίτερα - είχα προσωρινά ρίξει τον ενθουσιασμό μου. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τους σκέφτομαι να είναι πεσμένοι στα σανίδια, στην πτέρυγα της τιμωρίας, όπου πιθανότατα δέχονταν άλλο έναν κτηνώδη ξυλοδαρμό από τα χέρια των σαδιστών γαμιόληδων που διοικούσαν κατάλληλα αυτό το άντρο των βασανιστηρίων που βρισκόταν μέσα ένα άντρο βασανιστηρίων.

Γνώριζα πολύ καλά πως ήταν εκεί μέσα. Ήταν ο τρόμος όλων μας. Η πτέρυγα της τιμωρίας ήταν συνώνυμη με τα βασανιστήρια, την κτηνωδία και την απανθρωπιά. Ακόμα και οι γαμιόληδες το ήξεραν αλλα δεν τολμούσαν να το πουν. Πέρασα τρεις μέρες εκεί πριν μερικούς μήνες - τρεις από τις μεγαλύτερες και πιο δυσβάχταχτες μέρες ολόκληρης της ζωής μου. Οι γαμιόληδες με άρπαξαν γυμνό από το κελί μου και με μετέφεραν στην πτέρυγα της τιμωρίας μέσα σε ένα βαν με μαυρισμένα παράθυρα. Καθώς έβγαινα από το βαν όταν φτάσαμε με άρπαξαν από όλα τα άκρα μου και άρχισαν να με γρονθοκοπούν και να με κλωτσούν στο έδαφος. Δεν είχα πει ούτε μια λέξη, τίποτα που να έμοιαζε με απειλή. Ήμουν ένας Ρεπουμπλικάνος στην διαμαρτυρία της κουβέρτας και αυτό αρκούσε για να με ξυλοκοπήσουν. Μόλις είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τι είχε συμβεί ή τι συνέβαινε όταν με τράβηξαν από τα μαλλιά και με έσυραν σε κάτι μπάζα στην είσοδο της πτέρυγας της τιμωρίας. Ένας από αυτούς πάτησε το κουδούνι για να έρθουν να ανοίξουν την πύλη και να μας βάλουν μέσα. Ήμουν πεσμένος στα πόδια τους, ζαλισμένος, σοκαρισμένος και λαχανιασμένος. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ένιωθα σαν να φλεγόταν το σώμα μου, αφού είχα κοπεί παντού στο γυμνό μου δέρμα από το άγριο τσιμέντο. Το πρόσωπο μου ήταν ζεστό και υγρό από το αίμα που έβγαινε από ένα κόψιμο στο κεφάλι μου. Ήμουν ακίνητος κι έκανα τον ψόφιο κοριό, ελπίζοντας πως θα ήταν ικανοποιημένοι ότι είχα χάσει τις αισθήσεις μου. Το μάγουλο μου ακουμπούσε πάνω στην κρύα σκληρή μαύρη επιφάνεια, αλλά το σώμα μου δεν ένιωθα το κρύο που δάγκωνε. Μουρμούρισα το "Άβε Μαρία" και μια βιαστική "Προσευχή Μετάνοιας" καθώς άκουσα να έρχεται όλο και πιο κοντά ο ήχος των κλειδιών. Πολλά χέρια με γάντια άρπαξαν και τέντωσανν τα χέρια και τα πόδια μου σηκώνοντας το σώμα μου από το έδαφος και κουνώντας με προς τα πίσω με μια κίνηση. Το σώμα μου τινάχτηκε με όλο το βάρος του μπροστά και το κεφάλι μου τσακίστηκε πάνω στο κυματοειδές σίδερο της πύλης. Καθώς με πέταξαν στο έδαφος ένιωσα σαν ο ουρανός να είχε πέσει πάνω μου. Με την δεύτερη πρόσκρουση ένα κύμα από μικροσκοπικά άσπρα αστράκια έσκασε εμπρός από τα μάτια μου σαν πυροτεχνήματα που ξαφνικά σβήστηκαν από ένα σύννεφο μαυρίλας. Επανήλθα στις αισθήσεις μου ξαπλωμένος στο πάτωμα ενός από τα κελιά της πτέρυγας της τιμωρίας.

Άνοιξα τα μάτια μου. Το κεφάλι μου γύριζε. Το δυνατό φως στο ταβάνι είχε σπειροειδή μορφή και με τύφλωνε. Ο πονοκέφαλος ήταν τεράστιος και αρρωστημένος. Ολόκληρο το σακατεμένο σώμα μου είχε παραδοθεί στον πόνο. Ήμουν καρφωμένος στο έδαφος, φοβόμουν να κουνηθώ, με την γεύση του αίματος στα πρησμένα χείλη μου, και πάλευα να καταλάβω που ήμουν και τι είχε συμβεί. Το τσιμεντένιο πάτωμα ήταν απίστευτα παγωμένο και ήξερα ότι έπρεπε να σηκωθώ αλλιώς θα πάθαινα πνευμονία. Πρώτα σηκώθηκα αργά στα γόνατα μου. Ένιωσα σαν οι τοίχοι να μου είχαν χιμήξει. Έπεσα. Μετά από μια αιωνιότητα ξαναπροσπάθησα αν και οι σπασμοί από τους πόνους είχαν κάνει το σώμα μου σχεδον ανάπηρο. Κατάφερα να σταθώ στα γόνατα μου. Το δέρμα μου έκαιγε καθώς η γεμάτη πληγές και εκδορές σάρκα μου άγγιζε το κρύο πάτωμα. Σηκώθηκα. Κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου. Σχεδόν ξαναέπεσα αλλά με την βοήθεια του τοίχου τρίκλισα στο τσιμέντο που λειτούργησε σαν σκαμνί και έγειρα πάνω του. Ένιωθα σαν να ήμουν ετοιμοθάνατος. Ήμουν τόσο απορροφημένος από τον πόνο και το σοκ που δεν ήξερα τι να κάνω. Απλά δεν ήμουν σε θέση να σκεφτώ. Η κάθε παραμικρή κίνηση του σώματος μου με έκανε να τρέμω και μου κοβόταν η ανάσα από τον πόνο. Ήμουν στα πρόθυρα του να ουρλιάξω όταν η πόρτα του κελιού άνοιξε και αποκαλύφθηκε η φιγούρα ενός ασπροντυμένου νοσηλευτή που μπήκε μέσα στο κελί. Ο περήφανος γαμιόλης μαζί με τον ασπροντυμένο άρχισαν να με εξετάζουν, ψαχουλεύοντας το σώμα μου, πιέζοντας και σκαλίζοντας με τα δάχτυλα τους, μιμούμενοι τις κινήσεις των γιατρών, προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν το κοινό των γαμιόληδων που στεκόταν γύρω από την είσοδο του κελιού.

Έχοντας ολοκληρώσει τις παρατηρήσεις του, ή ότι είχε τέλος πάντων κάνει, με ενημέρωσε αλαζονικά ότι για να με δει γιατρός και να λάβω φροντίδα έπρεπε πρώτα να κάνω μπάνιο. Τον κοίταξα μην μπορώντας να το πιστέψω. Επανέλαβε ότι είχε μόλις πει με έναν πιο αυστηρό και απειλητικό τόνο. Ήξερε τι έκανε. Ήξερε ότι ήμουν τραυματισμένος και σε ανάγκη άμεσης ιατρικής παρακολούθησης, αλλά με απειλούσε, με εκβίαζε. Εκτός αυτού, πονούσα τόσο πολύ που μετά βίας μπορούσα να κουνηθώ, πόσο μάλλον να κάνω μπάνιο, και δεν είχα καμία πρόθεση να σπάσω τον αγώνα μου. Πληγωμένος ή ετοιμοθάνατος, δεν επρόκειτο να υποκύψω σ' αυτόν ή σε οποιονδήποτε άλλο. Ήξερα τι επρόκειτο να γίνει. Το τελεσίγραφο του μετατράπηκε σε διαταγή.

"Άντε ψόφα!" είπα οργισμένα. Η συμμορία των τραμπούκων με σήκωσε χωρίς οίκτο για τα τραύματα μου, όπως κάποιος θα σήκωνε ένα σωρό κουρέλια και με κουβάλησε στην ήδη γεμάτη μπανιέρα, και με πέταξε στο νερό σαν μια μπάρα σαπουνιού.

Σε κάθε μέρος του σώματος μου ένιωθα ανελέητες σουβλιές καθώς το παραγεμισμένο με απολυμαντικά νερό επιτέθηκε στην γυμνή άγρια σάρκα μου. Έκανα μια άμεση και θαρραλέα προσπάθεια να βγω από το παγωμένο σουβλιστό νερό αλλά οι γαμιόληδες με κράτησαν κάτω ενώ ένας τους άρχισε να τρίβει την ήδη κομματιασμένη πλάτη μου με ένα βαρύ σφουγγάρι. Πονούσα σαν να με κόβουν και πάλευα να απελευθερωθώ αλλά όσο περισσότερο πάλευα τόσο πιο δυνατά με κρατούσαν. Δάκρυα άρχισαν να έρχονται στα μάτια μου. Θα ούρλιαζα αν είχα δύναμη να πάρω ανάσα. Συνέχισαν να τρίβουν κάθε μέρος του βασανισμένου σώματος μου, ρίχνοντας κουβάδες παγωμένου νερού και υγρού σαπουνιού πάνω μου. Θυμάμαι αμυδρά να με βγάζουν από το κρύο νερός - ο σαδιστής γαμιόλης είχε αρπάξει τους όρχεις μου και έτριβε το όργανο μου. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι. Κατέρρευσα.

Με πήγαν στο νοσοκομείο της φυλακής τυλιγμένο σε μια μεγάλη κουβέρτα, και ο γιατρός με εξέτασε. Έμεινα εκεί για δύο ώρες και αφού με ράψανε σαν μούμια, με μαυρισμένο το ένα μάτι και εφτά ράμματα στο κεφάλι, επέστρεψα στο κελί της τιμωρίας. Έκατσα εκεί τυλιγμένος με μια σιχανερή κουβέρτα που βρωμούσε ούρα και παλιό καπνό. Είχα ανακτήσει τον αυτοέλεγχο μου παρότι ήμουν λίγο αποπροσανατολισμένος και προσπαθούσα ακόμα να βάλω σε τάξη το φριχτό βασανιστήριο που πέρασα. Αλλά όλα αυτά σύντομα επισκιάστηκαν από την σκέψη του τι θα ακολουθούσε. Κανένας δεν μπορούσε να κάνει κάτι για μένα. Δεν μπορούσα να πω σε κανέναν ότι ήμουν απομονωμένος, ολομόναχος και εκτεθειμένος. Ήμουν εντελώς στο έλεος τους και είχα ήδη συνειδητοποιήσει και μάθει ότι δεν γνώριζαν τι σημαίνει αυτή η λέξη. Ίσως το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι πάγωνα από το κρύο, ανίκανος να περπατήσω και να κάνω κάτι για να ζεσταθώ και με λυπόμουν. Οι γαμιόληδες ήρθαν αργότερα μέσα στην ημέρα και με έσυραν έξω από το κελί για να εμφανιστώ γυμνός μπροστά στον Διευθυντή της Φυλακής για να δικαστώ από το τυπικό γελοίο δικαστήριο τους. Στεκόμουν γυμνός μπροστά τους, εξευτελισμένος και ταπεινωμένος, με το κεφάλι μου να είναι έτοιμο να σπάσει από τον πόνο του ξυλοδαρμού. Μου απήγγειλαν την κατηγορία ότι "παράκουσα μια διαταγή" - δηλαδή ότι αρνήθηκα να συνεργαστώ με τον γαμιόλη μου που προσπαθούσε να ελέγξει τον πρωκτό μου. Με άλλα λόγια, αρνήθηκα κατηγορηματικά να το επιτρέψω. Αλλά η κατηγορία ήταν ότι χρειάστηκαν τρεις ή τέσσερις να με κρατήσουν για να με ελέγξουν. Ο αναφερόμενος γαμιόλης ήταν αυτός με την άσπρη ποδιά. Μικρή σημασία θα είχε αν ήταν νευροχειρουργός, καθώς ο σκοπός ήταν να με υποβαθμίσουν και να με εξευτελίσουν, κάτι που αποτελούσε τμήμα της συνολικής τακτικής των βασανιστηρίων που είχαν στόχο να σπάσουν την αντίσταση μας. Διαπίστωσαν ότι ήμουν ένοχος - όχι ότι περίμενα τίποτα άλλο - και καταδικάστηκα σε τρεις μέρες παραμονής στα κελιά της τιμωρίας, και σίτισης με αυτό που ευγενικά ονομαζόταν "διατροφή νούμερο ένα," δηλαδή ένα γεύμα πείνας. Επίσης έχασα έναν μήνα μείωσης ποινής, το αντίστοιχο δηλαδή έκτισης φυλάκισης δύο μηνών! Για να δέσουν το γλυκό, κατηγορήθηκα ότι επιτέθηκα στους τέσσερις γαμιόληδες που σχεδόν με δολοφόνησαν εκείνο το πρωί, και, σαν να μην έφτανε αυτό, κατηγορήθηκα ότι προκάλεσα τραύματα στον εαυτό μου και με ενημέρωσαν πλαγίως ότι αν τολμούσα να διαμαρτυρηθώ επισήμως, αυτό θα επέσυρε την κατηγορία της συκοφαντίας κατά σωφρονιστικών υπαλλήλων. Πως μπορείς να νικήσεις, σκέφτηκα, και μου ήρθε να κάνω εμετό καθώς με έσερναν ξανά στο κελί μου, λέγοντας μου ότι θα εμφανιζόμουν προ του Συμβουλίου των Επιθεωρητών. Θα έμενα εκεί τρεις μέρες, και θα επέστρεφα εκεί στο τέλος του μήνα για άλλες δεκαπέντε μέρες. Το Συμβούλιο των Επιθεωρητών θα το εξασφάλιζε.

Το κελί ήταν παγωμένο, γυμνό και μοναχικό. Είχα βρεθεί άλλη μια φορά εκεί και έτσι ήξερα πόσο μοναχικό και αβάσταχτο θα γινόταν. Μια σανίδα πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα θα ήταν το κρεβάτι μου, μια πλάκα τσιμέντου το τραπέζι μου και ένα κομμάτι τσιμένο το σκαμνί μου. Μια βίβλος, ένα δοχείο ούρων και ένα δοχείο με νερό ήταν τα μόνα ορατά αντικείμενα. Έμεινα εκεί για τρεις μέρες, ξυλοκοπήθηκα ακόμα δύο φορές αλλά όχι τόσο άγρια όσο την πρώτη φορά. Όταν χρειαζόταν να αδειάσω την βρώμα από το δοχείο προσπαθούσαν να με εκβιάσουν.

"Βάλε τα ρούχα της φυλακής για να το αδειάσεις," μου έλεγαν.

Αρνήθηκα. Έτσι τα ούρα ξεχείλισαν στο πάτωμα και έμειναν εκεί. Εγώ έσερνα τα πόδια μου ανάμεσα τους. Έπρεπε να ζεσταθώ. Το σώμα μου ήταν συνεχώς μουδιασμένο. Τις δύο πρώτες μέρες μπορούσα μετά βίας να περπατήσω και γινόμουν όλο και πιο αδύναμος ως αποτέλεσμα του γεύματος πείνας, που αποτελούνταν από δύο φέτες ψωμί, ξερές και μπαγιάτικες, και μια κούπα χλιαρό μαύρο τσάι για πρωινό. Για μεσημεριανό έτρωγα ένα μικρό μπολ νεροζούμι. Το απογευματινό μου τσάι ήταν το ίδιο με του πρωινού. Την τρίτη μέρα κατέρρευσα και έπεσα στο παγωμένο τσιμεντένιο πάτωμα. Ανέκτησα τις αισθήσεις μου κάποια στιγμή αργότερα με προσπάθεια.

Όταν επέστρεψα στο H-Block ακόμα και οι γαμιόληδες με κοίταζαν σοκαρισμένοι από την θανατερή όψη μου. Ήμουν σωματικά ερείπιο και πνευματικά εξουθενωμένος. Η πείνα, οι ξυλοδαρμοί, ο εξαναγκαστικός καθαρισμός, η βαρεμάρα και το κρύο παρέμειναν στο μυαλό μου, αφήνοντας βαθιά μέσα μου σημάδια μίσους, έχθρας και σκέψεων εκδίκησης. Δύο εβδομάδες αργότερα υπέμεινα άλλες δεκαπέντε μέρες εκεί. Ήταν ο ίδιος εφιάλτης, αλλά πολλαπλασιασμένος επί πέντε. Ζούσα σαν ένα τρελαμένο ζώο, τρώγοντας με τα χέρια μου. Κάθε τρεις μέρες με άφηναν πεινασμένο και εγώ ξανασερνόμουν μέσα στην βρώμα και στην λίγδα, κάνοντας γυμναστική για να ζεσταθώ, υπομένοντας τους ξυλοδαρμούς, προσευχόμενος, κλαίγοντας στον ύπνο μου, πάντα παλεύοντας την παρόρμηση να υποκύψω, να παραδοθώ.

Αλλά επέζησα. Τους νίκησα ξανά. Τα υπόγεια των βασανιστηρίων και οι σαδιστές που τα επάνδρωναν είχαν καταστρέψει το σώμα μου αλλά είχαν αποτύχει να σπάσουν το πνεύμα μου. Τρεις εβδομάδες πέρασαν μέχρι να γιατρευτώ από την βασανιστική δοκιμασία μου. Το μυαλό μου δεν θα γιατρευτεί ποτέ. Μόνο ο Θεός ξέρει πόσοι από εμάς έχουν υποβληθεί σε αυτό τον εφιάλτη. Ο καημένος ο Pee Wee και τα άλλα δύο παλικάρια θα το περνάνε όλο αυτό το βασανιστήριο τώρα. Αναρωτιόμουν πόσοι ακόμα θα το περάσουν και πόσος καιρός θα περάσει μέχρι κάποιος να ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου. "Που θα τελειώσει όλο αυτό;" αναρωτιόμουν καθώς καθόμουν και πάλι πάνω στο στρώμα μου. (pp. 61-68)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου