οι δαίμονες δεν κοιμούνται ποτέ
δεν θέλησα ποτέ στην φούστα σου να μπω
ούτε ο πρίγκιπας να γίνω που θα σε κρατάει από το χέρι στο δειλινό
ήθελα να γίνω ο μαύρος ξιφοφόρος που θα σφάξει
κάθε άντρακλα φασίστα διευθυντή που έστω και μια σου τρίχα θα πειράξει
τραγούδια στο ράδιο δεν θα σου αφιερώσω που να μιλάνε
για το πόσο σε αγαπώ και να γυρίσεις να σε παρακαλάνε
μόνο να διαβάζεις να σε έβλεπα από μια μεριά που θα καθόμουν
και ύστερα στην κόλαση από ιερό δικαίωμα αιώνια να καιγόμουν
και τις πύλες της να κλείσω πίσω μου ερμητικά
για να ανοίξεις εσύ τα φτερά σου τα αγγελικά
μα το μόνο που κατάφερα ήταν η καρδιά μου στον παράδεισο να είναι εξορισμένη
και του σπαθιού μου η λεπίδα να έχει μείνει στομωμένη
ένας γκατς θλιβερός ανήμπορος απτου θεού το χέρι νικημένος
κι εσύ η κάσκα, αλλότρια, στο μυαλό σου να είμαι σιχαμένος
ποίηση να κάνεις προσπαθούσες τη ζωή σου
μα εγώ από την ποίηση ζωή να φτιάξω ήθελα – τον μπένγιαμιν να βιώσω ήθελα μαζί σου
εκείνα τα ξημερώματα που μου στειλες – θυμάσαι;
«τι κάνεις; γιατί δεν κοιμάσαι;»
και γω με περηφάνια απάντησα «οι δαίμονες ποτέ τους δεν κοιμούνται –
και είμαι ο φύλακας-δαίμονας σου» – τα λόγια πόσο γρήγορα ξεχνιούνται
συρραπτικά αλληλεγγύη μοναξιές και η αγάπη που όρθια σε κρατούσε
μια τροχιακή αποσύνθεση εγώ που το sein σου απειλούσε
νεκρός μες στην χωματερή μα τα όνειρα μου με ξυπνούν
στο έξι έξι έξι πίστεψε αγάπη μου και του δαίμονα τα φτερά για να σε ζεστάνουν γύρω σου θα τυλιχτούν
(-δ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου