μεγάλες στιγμές του ιμπεριαλισμού: ο πορτογαλικός ιμπεριαλισμός στην δυτική αφρική









ο Αμιλκάρ Καμπράλ μαζί με αντάρτισσες του PAIGC

το π.γ. της κ.ε. του πλοκ πιστό στις αντιιμπεριαλιστικές του αρχές (= πιστό στο κλίκ=πέητ) αποφασίζει με κοοπτάτσια την επιβολή μιας νέας μόνιμης στήλης που θα αναρτάται κάθε τετάρτη με τίτλο "μεγάλες στιγμές του ιμπεριαλισμού," στην οποία θα σχολιάζονται παλιά ή νέα λόγια και έργα των διαφόρων κηνσόρων του ιμπεριαλισμού.

(αφιερωμένο στον σ. κομισάριο Μακριών Γενειάδων και την πάλαι ποτέ αγάπη του για την πορτογαλία)

μετά από μια απουσία ενός μήνα περίπου, οι "μεγάλες στιγμές του ιμπεριαλισμού" επιστρέφουν διαβασμένες, καθώς εδώ και καιρό ετοίμαζαν ένα αφιέρωμα στην παρουσία του πορτογαλικού ιμπεριαλισμού στην Δυτική Αφρική, και πιο συγκεκριμένα στην Γουινέα-Μπισάου και στο Πράσινο Ακρωτήριο.

οι γνώσεις που έχουμε στην ελλάδα σχετικά με την πορτογαλική αποικιοκρατία είναι μάλλον περιορισμένες σε σχέση με τους πιο προβεβλημένους ιμπεριαλισμούς της βρετανίας, της γαλλίας, της ισπανίας και της αμερικής. δεδομένου του ότι η πορτογαλία ήταν για πολλά χρόνια η χώρα με το μικρότερο αεπ στην εοκ και στην εε (και έτσι οι ελλαδετζιώτες καμάρωναν ότι είχαν μια χώρα από κάτω τους), θα μπορούσαν πολλοί να αναρωτηθούν αν όντως υπήρξε ποτέ αποικιοκρατική δύναμη. για τους αμύητους, η πιο καραμπινάτη ένδειξη του πορτογαλικού ιμπεριαλισμού είναι η λουζοφωνία, δηλαδή ο γλωσσικός δεσμός της πορτογαλίας με τις πρώην αποικίες της, και κυρίως με την Βραζιλία, κάτι που αποδεικνύεται και από το μαύρο χρώμα ορισμένων ποδοσφαιριστών της, βλέπε Πελέ, Αντριάνο, Ρομπέρτο Κάρλος, Ρονάλντο (το φαινόμενο, όχι ο φελλός των ιμπεριαλιστών). το αστείο βέβαια είναι ότι τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς πιστεύαμε σαν παιδιά ότι στην πορτογαλία μιλάνε βραζιλιάνικα και όχι το ανάποδο. οι λίγο πιο ψαγμένοι θα θυμηθούν τον Εουσέμπιο της μισητής μπενφίκα και της εθνικής πορτογαλίας με καταγωγή από την Μοζαμβίκη, τον σεμέδο του γαύρου (καταγωγή Πράσινο Ακρωτήριο), και την παιχτάρα τον Μεϊτέ της ΠΑΟΚΑΡΑΣ. άντε κάποιοι να έχουν ακούσει και για την ομάδα Βάσκο Ντα Γκάμα του Ρίο Ντε Τζανέιρο, που πήρε το όνομα της από τον εξερευνητή και πολιορκητικό κριό της πρώτης περιόδου της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. αλλά και πάλι: ιμπεριαλιστές οι πορτογάλοι;

η πορτογαλία όχι μόνο ήταν ιμπεριαλιστική αλλά ήταν και από τις πρωτοπόρες ευρωπαϊκές δυνάμεις στον αποικισμό της Αφρικής και της Ασίας. μετά την ανακατάληψη της ιβηρικής χερσονήσου από το μουσουλμανικό ανδαλουσιανό κράτος και την ίδρυση του βασιλείου της πορτογαλίας, κατέλαβαν από τους μαροκινούς βέρβερους το 1415 την πόλη Θέουτα που βρίσκεται στην αφρικάνικη πλευρά των Στενών του Γιβραλτάρ και που πλέον είναι αυτόνομη κτήση της ισπανίας. μέσω της Θέουτα οι πορτογάλοι κατάφεραν να χτίσουν μια αυτοκρατορία που είχε ασφαλή πρόσβαση στον Ατλαντικό Ωκεανό και έτσι επεκτάθηκαν στις Αζόρες και την Μαδέιρα.  στην συνέχεια στα μέσα του 15ου αιώνα πάτησαν πόδι στην Αφρική και συγκεκριμένα "ανακάλυψαν" τα σημερινά εδάφη της Σενεγάλης, του Πράσινου Ακρωτηρίου, της Γουινέας-Μπισάου, της Γουινέας, και του Σάου Τομέ και Πρίνσιπι. μέσω αυτών των κατακτήσεων οι πορτογάλοι έγιναν κυρίαρχοι στο εμπόριο ζάχαρης και χρυσού ενώ έγιναν και πρωτοπόροι του σκλαβοπάζαρου σε συνεργασία με τους βέρβερους και τους άραβες. με τον ανταγωνισμό μεταξύ ισπανίας και πορτογαλίας για την κατάκτηση των υπερπόντιων εδαφών, οι πορτογάλοι - πέρα από την "ανακάλυψη" της Βραζιλίας το 1500 - στράφηκαν προς τα ανατολικά και την Ασία, όντας οι πρώτοι που πέρασαν προς τον Ινδικό Ωκεανό από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας το 1497 με ηγέτη τον βάσκο ντα γκάμα. αφού πέρασαν από την Μοζαμβίκη και το λιμάνι της Μομπάσα στην Κένυα, όπου παραλίγο να τους σκοτώσουν οι ντόπιοι, και το 1498 έφτασαν στην πόλη Καλικούτ της σημερινής Κεράλα στην νοτιοδυτική Ινδία. για να μην τα πολυλογούμε, οι πορτογάλοι τον 16ο αιώνα κατέκτησαν την Γκόα στην δυτική Ινδία, την Κεϋλάνη (σήμερα Σρι Λάνκα), εδάφη στον Περσικό Κόλπο, στην Ινδονησία, στην Μαλαισία, στην Κίνα και στην Ιαπωνία, ενώ βρίσκονταν σε συνεχή ανταγωνισμό με την ολλανδική εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, την ισπανία και την βρετανία.

fast forward στα μέσα του 19ου αιώνα. μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Βραζιλίας το 1822, η πορτογαλία είχε χάσει σχεδόν όλες τις αποικίες (είχε ήδη χάσει σχεδόν το σύνολο των ασιατικών αποικιών της στον πόλεμο με τους ολλανδούς τον 17ο αιώνα). της είχαν απομείνει μόνο: στην Ασία η Γκόα και τα νησιά Νταμάν και Ντιού στην Ινδία, το Μακάου στην Κίνα, και το ανατολικό Τιμόρ (το δυτικό ήταν κτήση των ολλανδικών δυτικών ινδιών), και στην Αφρική το Πράσινο Ακρωτήριο, η Γουινέα, η Μοζαμβίκη, η Ανγκόλα, το "πορτογαλικό Κονγκό" (= Καμπίντα), το Σάου Τομέ και Πρινσίπι και ένα τμήμα του Μπενίν. ο ανταγωνισμός από την γαλλία και την βρετανία ήταν πολύ έντονος και ως εκ τούτου η πορτογαλική αποικιοκρατία άρχισε να αναπτύσσει στις αφρικάνικες αποικίες ένα σύστημα γραφειοκρατίας, ώστε να τις μετατρέψεις σε υπερπόντιες κτήσεις παρά σε απλά παρατηρητήρια των εμπορικών της δραστηριοτήτων.

σε αυτό το κείμενο θα ασχοληθώ με το τι έκανε η πορτογαλία στην Γουινέα-Μπισάου και στο Πράσινο Ακρωτήριο. οι πορτογάλοι δεν εγκαθίδρυσαν ένα σύστημα αυστηρού φυλετικού διαχωρισμού. επέτρεπαν τους μικτούς γάμους λευκών με αφρικάνες, ως εκ τούτου πολλοί από τους αξιωματούχους και τα τσιράκια τους στις αποικίες ήταν κρεολοί ή "μιγάδες." όπως έκαναν όλες οι αποικιακές δυνάμεις, οι πορτογάλοι εκμεταλλεύονταν τις διαμάχες μεταξύ αφρικάνικων φυλών για να καταστείλουν εξεγέρσεις ή να προωθήσουν κάποιες από τις φυλές που θεωρούνταν πιο ελεγχόμενες ή πιο "αποδοτικές." αντιγράφω από το βιβλίο των Rosemary E Galli και Jocelyn Jones Guinea-Bissau (1987), το οποίο εντάσσεται στην ανεκτίμητη σειρά βιβλίων Marxist Regimes της Pinter Publishers για τα σοσιαλιστικά ή "σοσιαλίζοντα" κράτη:

"Portugal's attitude towards Guinea was to subdue its populations in order to squeeze as much as possible out of the groundnut and palm kernel trades and to stimulate new exports. There was no thought of letting Guineans organize trade on the basis of their own initiative, as they had always done, and encouraging that with the support of appropriate investments in infrastructure. Instead, Portugal put its resources into pacification rather than development of the colony. In the 1890s revolts broke out in every area of Guinea; the Papels kept the island of Bissau permanently insecure. Only after the final campaigns of Captain Teixeira Pinto in 1915 was the colony considered pacified. Teixeira Pinto used 400 African auxiliaries, six Europeans and the Mandinga leader, Abdul Injai, to put down the Papels in Bissau and Biombo, the Manjacos of Churo and the Balantas of Oio. One small Soninke group of Oio took to the bush and were never pacified. Neither were the Bijagos islanders. Eastern regions were brought into some kind of control through a series of agreements with Fula leaders. The southern areas of Catió and Cacine were populated through a series of internal migrations and a policy of land concessions.

Administration was seen as the key to controlling trade. In the early years of colonialism, this meant military administration. [...] Lacking a colonial civil service as such, Portugal recruited locals to collect taxes and administer each area as it was pacified. Where a community had no rulers or where its rulers were uncooperative (in Balanta, Manjaco or Brame societies, for example), the Portuguese tried imposing Fulas. At intermediate and even higher levels, Portugal used Cape Verdeans to do their 'dirty work' (26).

 "Η στάση της Πορτογαλίας απέναντι στην Γουινέα ήταν να καθυποτάξει τους πληθυσμούς της ώστε να απομυζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο κέρδος από το εμπόριο του φιστικιού και του φοινικόσπορου και για να προωθήσει νέες εξαγωγές. Δεν υπήρχε καμία σκέψη να επιτραπεί στους κατοίκους της Γουινέας να οργανώσουν το εμπόριο βάσει της δικής τους πρωτοβουλίας, όπως έκαναν μέχρι τότε, ή να ενθαρρυνθεί το εμπόριο με την υποστήριξη καίριων επενδύσεων στις υποδομές. Αντίθετα, η Πορτογαλία χρησιμοποίησε τους πόρους της για την καταστολή εξεγέρσεων αντί για την ανάπτυξη της αποικίας. Κατά την δεκαετία του 1890, εξεγέρσεις ξέσπασαν σε όλες τις περιοχές της Γουινέας: οι Παπέλ κρατούσαν το νησί Μπισάου σε συνεχή αναταραχή. Μόνο μετά τις τελευταίες επιχειρήσεις του Ταγματάρχη Teixeira Pinto το 1915 μπορούσε η αποικία να θεωρηθεί ειρηνική. Ο Teixeira Pinto χρησιμοποίησε 400 Αφρικάνους βοηθούς, έξι Ευρωπαίους και τον ηγέτη των Μαντίνκα, Abdul Iniqi, για να καταπνίξουν την εξέγερση των Παπέλ στο Μπισάου και στο Μπιόμπο, τους Μαντζάκο του Τσούρο και τους Μπαλάντα του Όιο. Μια μικρή ομάδα Σονίνκε από το Όιο κατέφυγε στα δάση και δεν σταμάτησε ποτέ να πολεμά. Το ίδιο ισχύει και τους κατοίκους των νησιών Μπιτζάγκος. Οι ανατολικές περιοχές τέθηκαν υπό μερικό έλεγχο μετά από μια σειρά συμφωνιών με τους ηγέτες των Φούλα. Οι νότιες περιοχές των Κατιό και Κάσινι κατοικήθηκαν μέσω μιας σειράς εσωτερικών μεταναστεύσεων και μιας πολιτικής παροχής γης.

Η διοίκηση θεωρούνταν το κλειδί για τον έλεγχο του εμπορίου. Κατά τα πρώτα χρόνια της αποικιοκρατίας, ήταν συνώνυμη με την στρατιωτική διοίκηση. [...] Εν τη απουσία αποικιακής πολιτειακής υπηρεσίας, η Πορτογαλία προσέλαβε ντόπιους για να συλλέγουν τους φόρους και να διοικούν κάθε περιοχή μόλις ετίθετο υπό έλεγχο. Εκεί όπου κάποια κοινότητα δεν είχε ηγέτες ή όπου οι ηγέτες της δεν ήταν συνεργάσιμοι (όπως, για παράδειγμα, στις κοινότητες των Μπαλάντα, Μαντζάκο και Μπράμε), οι Πορτογάλοι επιχειρούσαν να επιβάλλουν τους Φούλα. Στα μεσαία και ακόμα και στα ανώτερα επίπεδα της διοίκησης, η Πορτογαλία χρησιμοποιούσε καταγόμενους από το Πράσινο Ακρωτήριο να κάνουν την 'βρώμικη δουλειά' τους."

αντίστοιχα, ο Walter Rodney, εμβληματικός μαρξιστής αγωνιστής του παναφρικάνικου σοσιαλισμου από την Γουιάνα και θεωρητικός της θεωρίας της υπανάπτυξης (με την οποία θα ασχοληθώ σε κάποιο άλλο κείμενο), έγραψε στο κλασικό βιβλίο του How Europe Underdeveloped Africa (1972, Verso):

"For example, in the small territory that the Portuguese later claimed as Guinea-Bissau, there were more than a dozen ethnic groups. It was so easy to set one off against another that Europeans called it a 'slave trader’s paradise'" (91).

"Για παράδειγμα, στην μικρή περιοχή που οι Πορτογάλοι αργότερα κατέλαβαν και ονόμασαν Γουινέα-Μπισάου, υπήρχαν από μια ντουζίνα εθνοτικές ομάδες. Ήταν τόσο εύκολο να στρέψουν την μία ομάδα εναντίον της άλλης που οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν την Γουινέα-Μπισάου 'παράδεισο των δουλεμπόρων'" (91).

όπως θα ήταν αναμενόμενο, οι πορτογάλοι προώθησαν μια πολιτική διαστρωμάτωσης μεταξύ των πληθυσμών της Γουινέας-Μπισάου:

"On the eve of the military take-over, Guinea was still very much a Creole society. The Lei Orgánica da Administração Civil of 1914 had divided society arbitrarily into two groups-indígena and civilizado.

[...]

But Guineans did not fit neatly into the traditional category.

[...]

Not all Africans were agriculturalists. Another important group were the djilas as the African travelling merchants were called. Craftsmen formed a third group, living mainly in villages but also establishing themselves in towns: tailors, weavers, blacksmiths, leather workers and so on.

Urbanized Africans included the successors to the grumetes: those who worked for the Portuguese and mestiços in all kinds of unskilled and semi-skilled jobs: stevedores, dockworkers, transport workers, construction workers, messengers, etc. They were very few in comparison to the local population.

Finally among the African population there were the so-called assimilados: the educated who worked in close association with the merchant class and with the administration as clerks and petty officials. A few became professionals such as doctors and lawyers. Their numbers increased as the sons and daughters of African administrators were allowed education, as their fathers grew wealthy in trade and tax collection and as Creole elements continued to intermarry with Africans. Yet the number of assimilados never reacherd even 1 per cent of the African population. Assimilados were coopted by the Portuguese and accepted as civilizados.

Descendants of the original lançados and other European and Cape Verdean immigrants, the so-called mestiços, also had the distinction of being characterized as civilizados. There were the rural-based groups, the feitores and ponteiros, and the mainly urbanized professionals and civil servants. The Cape Verdean migration of the 1860s had enlarged both groups" (Galli & Jones, pp. 30-32)

"Στα χρόνια ακριβώς πριν την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, η Γουινέα ήταν ακόμα σε πολύ μεγάλο βαθμό μια κοινωνία Κρεολών. O Οργανικός Νόμος Πολιτικής Διοίκησης του 1914 είχε χωρίσει την κοινωνία αυθαίρετα σε δύο ομάδες-τους ιθαγενείς και τους πολιτισμένους.

[...] 

Αλλά οι κάτοικοι της Γουινέας δεν χωρούσαν ξεκάθαρα σε αυτές τις παραδοσιακές κατηγορίες.

[...]

Δεν ήταν όλοι οι Αφρικάνοι αγρότες. Μία άλλη σημαντική ομάδα ήταν οι djilas, όπως ονομάζονται οι Αφρικάνοι περιπλανώμενοι έμποροι. Οι τεχνίτες σχημάτιζαν μια τρίτη ομάδα, και ζούσαν κυρίως σε χωριά αλλά είχαν εγκατασταθεί και σε πόλεις: ράφτες, υφαντές, σιδηρουργοί, βυρσοδέψες και άλλοι.

Οι αστικοποιημένοι Αφρικάνοι περιλάμβαναν τους διαδόχους των θαλαμηπόλων: εκείνοι που δούλευαν για τους Πορτογάλους και τους μιγάδες σε κάθε είδους ανειδίκευτης ή ημιειδικευόμενης εργασίας: λιμενεργάτες, μεταφορείς, οικοδόμοι, αγγελιαφόροι, κλπ. Αποτελούσαν μικρό ποσοσστό σε σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό.

Τέλος, μεταξύ του Αφρικάνικου πληθυσμού υπήρχαν οι λεγόμενοι ενσωματωμένοι: οι μορφωμένοι που δούλευαν μαζί με την εμπορική τάξη και με την διοίκηση ως υπάλληλοι και δημόσιοι υπάλληλοι. Μερικοί έγιναν επαγγελματίες όπως γιατροί και δικηγόροι. Ο αριθμός τους μεγάλωνε καθώς τα τέκνα των Αφρικάνων διοικητικών αποκτούσαν πρόσβαση στην εκπαίδευση, καθώς οι πατεράδες τους πλούτιζαν από το εμπόριο και την φοροείσπραξη και καθώς τα κρεολικά στοιχεία συνέχιζαν να παντρεύονται με Αφρικάνες. Ωστόσο, το ποσοστό των ενσωματωμένους ποτέ δεν έφτασε ούτε το 1% του Αφρικάνικου πληθυσμού. Οι ενσωματωμένοι γίνονταν αποδεκτοί από τους Πορτογάλους και θεωρούνταν πολιτισμένοι.

Οι απόγονοι των πρώτων εμπόρων και άλλων μεταναστών από την Ευρώπη και το Πράσινο Ακρωτήριο, οι αποκαλούμενοι μιγάδες, είχαν επίσης την τιμή να χαρακτηρίζονται πολιτισμένοι. Μεταξύ τους ήταν οι ομάδες των αγροτικών περιοχών όπως αυτοί που είχαν φυτείες, και οι κυρίως αστικοποιημένοι επαγγελματίες και δημόσιοι υπάλληλοι. Η μετανάστευση από το Πράσινο Ακρωτήριο κατά την δεκαετία του 1860 μεγάλωσε και τις δύο ομάδες."

σε σχέση με την ενσωμάτωση τμημάτων των αφρικανικών πληθυσμών, ο Rodney κάνει ταληράκια τον ρόλο της εκπαίδευσης σε αυτή την διαδικασία:

"The French, Portuguese, and Belgians made it clear that education at any level was designed “to civilize the African native,” and of course only a civilized native could hope to gain worthwhile employment and recognition from the colonialists. According to the French, an African, after receiving French education, stood a chance of becoming an assimilée—one who could be assimilated or incorporated into the superior French culture. The Portuguese used the word assimilado, which means exactly the same, and Portuguese colonial law distinguished sharply between a native and an assimilado. The latter was sometimes called a civilisado because of being able to read and write Portuguese. That sort of African was rewarded with certain privileges. One great irony was that in Portugal up to 1960, nearly half the population was illiterate, and therefore if they had been put to the same test, they would have been judged uncivilized!" (302)

"Οι Γάλλοι, οι Πορτογάλοι και οι Βέλγοι έκαναν σαφές ότι η εκπαίδευση σε κάθε βαθμίδα προοριζόταν να 'εκπολιτίσει τον Αφρικάνο ιθαγενή,' και φυσικά μόνο ένας πολιτισμένος ιθαγενής μπορούσε να ελπίζει να αποκτήσει αξιοπρεπή εργασία και αναγνώριση από τους αποικιοκράτες. Σύμφωνα με τους Γάλλους, ένας Αφρικάνος, αφού είχε αποκτήσει Γαλλική εκπαίδευση, είχε πιθανότητες να γίνει assimilée—κάποιος που μπορούσε να ενσωματωθεί είναι να ενταχθεί στην ανώτερη Γαλλική κουλτούρα. Οι Πορτογάλοι χρησιμοποιούσαν την λέξη assimilado, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο, και ο Πορτογαλικός αποικιακός νόμος έκανε αυστηρό τον διαχωρισμό μεταξύ των ιθαγενών και των ενσωματωμένων. Οι δεύτεροι κάποιες φορές αποκαλούνταν και πολιτισμένοι λόγω του ότι μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν στα Πορτογαλικά. Αυτού του είδους οι Αφρικάνοι λάμβαναν ορισμένα προνόμια. Μια μεγάλη ειρωνεία ήταν ότι μέχρι και το 1960, ο πληθυσμός της Πορτογαλίας ήταν αναλφάβητος, και ως εκ τούτου, αν υποβάλλονταν στις ίδιες εξετάσεις θα θεωρούνταν απολίτιστοι!"

η εγκαθίδρυση του στρατιωτικού δικτατορικού Estado Novo (Νέο Κράτος) στην μητρόπολη το 1926 υπό τον οικονομολόγο Αντόνιο Σαλαζάρ σκλήρυνε τόσο την γραφειοκρατία, όσο και την καταπίεση των κατοίκων των αποικιών:

"An important codification of the Native Labour Code was carried out in 1928 which re-emphasized the duty of all Africans to work but allowed them to fulfil their obligation in one of the three ways: by working the land, contracting themselves to an employer or working at a trade or profession. All Africans had to carry a pass-book which noted both their labour and tax obligations. This was regulated by the regedor. There was, therefore, still considerable opportunity at the local levels for corruption and abuse. The innovations of the New State were not in the line administration but rather at the topmost levels of staff" (Galli & Jones 34).

"Μια σημαντική κωδικοποίηση του Κώδικα για την Εργασία των Ιθαγενών εισήχθη το 1928 και υπογράμμιζε την υποχρέωση όλων των Αφρικάνων να δουλεύουν αλλά τους επέτρεπε να εκπληρώνουν την υποχρέωση τους με ένα από τους παρακάτω τρόπους: είτε δουλεύοντας ως αγρότες, είτε ως υπάλληλοι ενός εργοδότη είτε ως επαγγελματίες. Όλοι οι Αφρικάνοι ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν μαζί τους ένα βιβλιάριο-πάσο, στο οποίο αναφέρονταν τόσο η εργασία τους όσο και οι φορολογικές τους υποχρεώσεις. Αυτό ελεγχόταν από τον εκάστοτε ντόπιο κοινοτάρχη. Άρα υπήρχε ακόμα αρκετός χώρος στο τοπικό επίπεδο για διαφθορά και κατάχρηση εξουσιών. Οι καινοτομίες του Νέου Κράτους δεν ήταν τόσο στα χαμηλά στρώματα της διοίκησης αλλά στα ανώτατα στρώματα του προσωπικού."

στον 20ο αιώνα, οι πορτογάλοι και οι απολογητές της αποικιοκρατίας τους κατασκεύασαν την έννοια του "λουζοτροπικαλισμού, " την θεωρία δηλαδή της εκπολιτιστικής προσφοράς της πορτογαλίας στην Αφρική, η οποία διακήρυττε ότι οι πορτογάλοι δεν ήταν ρατσιστές. αντιγράφω από το βιβλίο Cape Verde του Colm Foy (1988), πάλι από την σειρά Marxist Regimes:

"Portuguese settlers intermarried happily with Indian and black races, producing the basis of Cape Verde's largely mestiço society. This miscegenation was the proof that all Portugal sought to do was 'civilize' the races they found in their colonies and bring then the light of Portuguese sophistication. [...] There is not space to go into this lie in detail here, suffice it to note that Brazil is riven with racial prejudice, especially as far as the Indians are concerned but also in the case of black people" (19)

"Οι Πορτογάλοι άποικοι παντρεύονταν πρόθυμα με μέλη των φυλών των Ινδιάνων και των μαύρων, δημιουργώντας έτσι την βάση για την εν πολλοίς φυλετικά ανάμεικτη κοινωνία του Πράσινου Ακρωτηρίου. Αυτού του είδους η επιμειξία παρουσιαζόταν ως η απόδειξη ότι το μόνο πράγμα στο οποίο αποσκοπούσαν οι Πορτογάλοι ήταν να 'εκπολιτίσουν' τις φυλές που βρήκαν στις αποικίες τους και να τους φέρουν στο φως της Πορτογαλικής φινέτσας. [...] Δεν υπάρχει χώρος για να επεκταθούμε λεπτομερώς σε αυτό το ψέμα, αλλά αρκεί να πούμε ότι η Βραζιλία σπαράσσεται από φυλετικές προκαταλήψεις, ειδικά όσον αφορά τους Ινδιάνους αλλά και στην περίπτωση των μαύρων."

και ο Rodney έχει διαφορετική άποψη όσον αφορά τον ντεμέκ σεβασμό των πορτογάλων προς τον γηγενή πολιτισμό των αποικιών τους:

"The Portuguese and Spanish had always shown contempt for African language and religion. Schools of kindergarten and primary level for Africans in Portuguese colonies were nothing but agencies for the spread of the Portuguese language. Most schools were controlled by the Catholic church as a reflection of the unity of church and state in fascist Portugal" (304)

"Οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί έδειχναν πάντα την περιφρόνηση τους προς τις Αφρικάνικες γλώσσες και θρησκείες. Τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά σχολεία για Αφρικάνους στις Πορτογαλικές αποικίες δεν ήταν τίποτα περισσότερο από θεσμούς για την εξάπλωση της Πορτογαλικής γλώσσας. Τα περισσότερα σχολεία ελέγχονταν από την Καθολική εκκλησία αντανακλώντας την ενότητας εκκλησίας και κράτους στην φασιστική Πορτογαλία."

παρά την ρητορική των πορτογάλων σχετικά με την ειρηνική, μη ρατσιστική και ευγενή διαχείριση των αποικιών, η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική:

"Balantas in the south were among the first groups to join the nationalist uprising. In his memoirs, Luís Cabral affirms that the brutal relationship between the concession of Manuel de Pinho Brandão on Como island and the islanders was at the basis of their heroic resistance to the Portuguese siege of 1964. When Cabral visited Como after the rout of the Portuguese, he was told of the severe exploitation Brandão's workers practiced on the islanders. Peasants told him that they could never get out of debt. The commercial house supplied them with rice seedlings and merchandise in exchange for harvested rice. At the end of the harvest, the house allowed them a little extra money to spend at its tavern where they drank cana produced on the concession. Somehow the peasants always ended up owing the house money. If they attempted to escape the system by bringing their rice to Catió for sale, they were punished by being submerged in a tub of palm oil. Some peasants drowned" (Galli & Jones 45).

"Οι Μπαλάντα στον νότο ήταν ανάμεσα στις πρώυες ομάδες που συντάχθηκαν με την εθνικιστική εξέγερση. Στα απομνημονεύματα του, ο Λουίς Καμπράλ ισχυρίζεται ότι η κτηνώδης σχέση ανάμεσα στις φυτείες του Manuel de Pinho Brandão στο νησί Κόμο και στους νησιώτες ήταν στον πυρήνα της ηρωικής τους αντίστασης κατά της Πορτογαλικής πολιορκίας το 1964. Όταν ο Καμπράλ επισκέφθηκε το Κόμο μετά την εκδίωξη των Πορτογάλων, έμαθε για την σκληρή εκμετάλλευση που ασκούσαν οι εργάτες του Brandão πάνω στους νησιώτες. Οι αγρότες του είπαν ότι δεν μπορούσαν ποτέ να απαλλαχτούν από το χρέος. Το εμπορικό κατάστημα τους προμήθευε με φιντάνια ρυζιού και εμπορεύματα σε ανταλλαγή για την σοδειά του ρυζιού. Στο τέλος του θερισμού, το κατάστημα τους έδινε λίγα παραπάνω λεφτά για να τα ξοδέψουν στην ταβέρνα του όπου έπιναν κάνα που παρασκευαζόταν στις φυτείες. Με κάποιο τρόπο οι αγρότες πάντα κατέληγαν να χρωστάνε λεφτά στο κατάστημα. Αν επιχειρούσαν να ξεφύγουν από αυτό το σύστημα μεταφέροντας το ρύζι τους για πούλημα στο Κατιό, τιμωρούνταν με το να τους βυθίζουν σε ένα δοχείο γεμάτο με φοινικέλαιο. Μερικοί αγρότες πνίγονταν."

η επιβολή του χρέους ως μορφή επιβολή της εργασίας στους ντόπιους χρησιμοποιήθηκε επίσης στο Πράσινο Ακρωτήριο, όπου ενδεχομένως να είχε και ακόμα πιο σκληρά χαρακτηριστικά, λόγω των γεωγραφικών χαρακτηριστικών του αρχιπελάγους, το οποίο ως ηφαιστειογενές ήταν εξαιρετικά άνυδρο και ευάλωτο σε μακροχρόνιες περιόδους ξηρασίας και λιμών:

"During droughts of between ten and twenty years, a peasant would find his ever-diminishing returns less and less capable of paying off the debts of even one season. The landlord would then find himself in the position of having his peasants owing several seasons' worth of produce and trapped in a never-ending cycle of dependence. His power in such circumstances became total and the position of his peasants very precarious indeed. Those unlucky enough to be thrown off the land for some reason found themselves still under the power of the landowner as a result of their debts but without any means left to them to repay. For many families, this led to a situation of total impoverishment. There was no relief from the state, either. Under the fascist regime in Portugal, which lasted from 1926 to 1974, debtors were treated as criminals, and as such, were not entitled to any state assistance until they had purged their debt. The 'lucky' ones were able to obtain employment from a number of state bodies where their wages were automatically subject to a deduction towards the repayment of the debt. Since the wages were already at starvation level, such debtors were reduced to a state of virtual slavery, trapped between the power of the landowners and that of the state which served the same landowners' interests-even to the extent of providing workers for the sugar estates at cut rates" (Foy 9).

"Κατά τις περιόδους ξηρασίας που διαρκουσαν από δέκα έως είκοσι χρόνια, ένας αγρότης δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να ξεπληρώσει τα χρέη έστω και μιας σεζόν λόγω της διαρκώς μειούμενης σοδειάς. Ο γαιοκτήμονας τότε βρισκόταν στην θέση που οι αγρότες του του χρωστούσαν σοδειές πολλών σεζόν και παγιδεύονταν σε έναν ατελείωτο φαύλο κύκλο εξάρτησης. Η ισχύς του σε τέτοιες περιπτώσεις γινόταν απόλυτη και η θέση των αγροτών ιδιαίτερα επισφαλής. Εκείνοι που βρίσκονταν στην εξαιρετικά άτυχη θέση να εκδιωχτούν από την γη για κάποιο λόγο βρίσκονταν ακόμα υπό τον έλεγχο του γαιοκτήμονα ως συνέπεια των χρεών τους αλλά χωρίς κάποιο τρόπο να μπορούν να ξεπληρώσουν. Για πολλές οικογένειες, αυτό οδηγούσε σε κατάσταση απόλυτης εξαθλίωσης. Άλλωστε δεν υπήρχε ούτε κάποιου είδους βοήθεια από το κράτος. Υπό το φασιστικό καθεστώς στην Πορτογαλία που διήρκεσε από το 1926 έως το 1974, οι οφειλέτες τύγχαιναν μεταχείρισης ανάλογης με τους εγκληματίες, και ως τέτοιοι δεν ήταν δικαιούχοι καμίας κρατικής βοήθειας μέχρι να ξεχρεώσουν. Οι 'τυχεροί' μπορούσαν να βρουν δουλειά από μια σειρά κρατικών υπηρεσιών όπου οι μισθοί τους αυτόματα υπόκεινταν σε αφαίρεση η οποία κατευθυνόταν στην αποπληρωμή του χρέους. Δεδομένου ότι οι μισθοί ήταν σε επίπεδα πείνας, οι οφειλέτες βρίσκονταν σε μια κατάσταση άτυπης σκλαβιάς καθώς βρίσκονταν παγιδευμένοι μεταξύ της ισχύος των γαιοκτημόνων και της ισχύος του κράτους που υπηρετούσε τα συμφέροντα των ίδιων γαιοκτημόνων-μια εξυπηρέτηση που έφτανε στο σημείο να στέλνει εργάτες στις φυτείες ζάχαρης με μειωμένους μισθούς."

αν η άτυπη δουλεία ήταν ένα επίπεδο της διαχείρισης του πληθυσμού του Πράσινου Ακρωτηρίου, η κανονική σκλαβιά το βασικό πεδίο πλουτισμού των πορτογάλων στο αρχιπέλαγος:

"Cape Verde very quickly reached a point where there was simply no further room for settlement of large numbers of slaves and the transhipment trade became firmly established. This was to become extremely important for the Portuguese share of the international traffic in slaves when the French, Swedes and Dutch, among others, found that the market on Gorée island, off the coast of Senegal, was ideal for their own commerce in humanity.

[...]

Indeed, the slave trade was what made the development of Cape Verde into a fully settled colony possible at all. Without it, survival for the first white inhabitants would have been precarious in the extreme" (Foy 10)

"Το Πράσινο Ακρωτήριο πολύ γρήγορα έφτασε στο σημείο να μην υπάρχει πια χώρος για την εγκατάσταση μεγάλων αριθμών σκλάβων κι έτσι η δραστηριότητα της μεταφόρτωσης σκλάβων έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Αυτή θα γινόταν ιδιαίτερα σημαντική για το Πορτογαλικό μερίδιο στο διεθνές δουλεμπόριο όταν οι Γάλλοι, οι Σουηδοί και οι Ολλανδοί, μεταξύ άλλων, διαπίστωσαν ότι η αγορά στο νησί Γκορέ, στα ανοιχτά της Σενεγάλης, ήταν ιδανική για το δικό τους εμπόριο ανθρώπινων ψυχών."

[...]

"Πράγματι, το δουλεμπόριο ήταν αυτό που κατέστησε δυνατή την μετεξέλιξη του Πράσινου Ακρωτηρίου σε μια πλήρως κατοικημένη αποικία. Χωρίς αυτό, η επιβίωση των πρώτων λευκών κατοίκων στο ακραίο περιβάλλον του αρχιπελάγους θα ήταν επισφαλής."

o Rodney είναι ακόμα πιο σαφής και καταγγελτικός στον ρόλο του πορτογαλικού ιμπεριαλισμού στο διεθνές σκλαβοπάζαρο:

"The Portuguese and Belgian colonial regimes were the most brazen in directly rounding up Africans to go and work for private capitalists under conditions equivalent to slavery."

[...]

"The Portuguese have the worst record of engaging in slavery-like practices, and they too have been repeatedly condemned by international public opinion. One peculiar characteristic of Portuguese colonialism was the provision of forced labor, not only for its own citizens, but also for capitalists outside the boundaries of Portuguese colonies. Angolans and Mozambicans were exported to the South African mines to work for subsistence, while the capitalists in South Africa paid the Portuguese government a certain sum for each laborer supplied. (The export of Africans to South Africa is still continuing.)

In the above example, the Portuguese colonialists were cooperating with capitalists of other nationalities to maximize the exploitation of African labor"
(199, 200).

"Τα αποικιακά καθεστώτα των Πορτογάλων και Βέλγων ήταν τα επαίσχυντα όσων αφορά την απευθείας επιστράτευση των Αφρικάνων ώστε να πάνε να δουλέψουν για ιδιώτες καπιταλιστές υπό συνθήκες αντίστοιχες της δουλείας."

[...]

"Οι Πορτογάλοι κατέχουν τις πιο θηριώδεις επιδόσεις όσον αφορά της πρακτικές δουλείας, ενώ έχουν επανειλημμένα καταγγελθεί από την διεθνή κοινή γνώμη. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Πορτογαλικής αποικιοκρατίας ήταν η παροχή καταναγκαστικής εργασίας, όχι μόνο προς όφελος των δικών της πολιτών, αλλά ακόμα και για καπιταλιστές πέραν των ορίων των Πορτογαλικών αποικιών. Αγκολέζοι και Μοζαμβικανοί εξάγονταν στα ορυχεία της Νότιας Αφρικής ώστε να δουλέψουν για την επιβίωση τους, την στιγμή που οι καπιταλιστές της Νότιας Αφρικής πλήρωναν στην Πορτογαλική κυβέρνηση ένα ορισμένο ποσό για κάθε εργάτη που αυτή τους προμήθευε. (Η εξαγωγή Αφρικάνων στην Νότια Αφρική συνεχίζεται ακόμα.)

Στο παραπάνω παράδειγμα, οι Πορτογάλοι αποικιοκράτες συνεργάζονταν με αλλοεθνείς καπιταλιστές για να μεγιστοποιήσουν την εκμετάλλευση της εργασίας των Αφρικάνων."

οι πρώτες μορφές εθνικοαπελευθερωτικής οργάνωσης στην Πορτογαλική Γουινέα (δηλαδή στην σημερινή Γουινέα Μπισάου) και στο Πράσινο Ακρωτήριο εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν ο Αμιλκάρ Καμπράλ (αγρονόμος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πορτογαλική Γουινέα αλλά οι γονείς του ήταν από το Πράσινο Ακρωτήριο) δημιούργησε μαζί με τον Henry Labery το Κίνημα για την Εθνική Ανεξαρτησία της Γουινέας (MING, Movimento para Independência Nacional da Guiné), το οποίο όμως διασπάστηκε το 1956. ο Καμπράλ δημιούργησε το PAI (Partido Africano da Independência, Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Αφρικής), το οποίο διεκδικούσε ανεξαρτησία τόσο για την Πορτογαλική Γουινέα όσο και για το Πράσινο Ακρωτήριο, σε αντίθεση με το UPG (União das Populações de Guiné, Ένωση των Πληθυσμών της Γουινέας), το οποίο πάλευε μόνο για την Γουινέα. Σύμφωνα με το βιβλίο των Galli και Jones, η εκμετάλλευση εκ των πορτογάλων αποικιοκρατών των φυλετικών αντιθέσεων μεταξύ των διάφορων φυλών της Γουινέας καθώς και ο διορισμός μεταναστών από το Πράσινο Ακρωτήριο σε θέσεις διοίκησης αποτέλεσε εξαρχής αγκάθι στην ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Γουινέας, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που διαφωνούσαν με την κατάληψη θέσεων ευθύνης στο κίνημα από πρασινοακρωτηριώτες (βλέπε Galli & Jones, p. 59). ωστόσο ο Καμπράλ επέβαλε την ντε φάκτο ενιαία πάλη και για τις δύο αποικίες, κάτι που έγινε απόλυτα ξεκάθαρο και στην μετονομασία του PAI σε PAIGC (Partido Africano para a Independência da Guiné e Cabo Verde, Αφρικάνικο Κόμμα για την Ανεξαρτησία της Γουινέας και του Πράσινου Ακρωτηρίου).

στην αρχή οι εθνικοαπελευθερωτικές/αντιαποικιακές οργανώσεις της Πορτογαλικής Γουινέας παρενέβαιναν μόνο στις πόλεις, δηλαδή μεταξύ των εργατών, των δημόσιων υπαλλήλων, των εμπόρων και των διανοούμενων, ενώ είχαν πασιφιστικό προσανατολισμό. η απεργία που πραγματοποιήθηκε στις 3 Αυγούστου του 1959 στο Πιτζικουίτι, δηλαδή στο λιμάνι της Μπισάου, από ναυτεργάτες που διεκδικούσαν αύξηση μισθών, αντιμετωπίστηκε με άγρια καταστολή από την PIDE (την πολιτική αστυνομία του φασιστικού καθεστώτος του Σαλαζάρ) και γύρω στους 25 με 50 εργάτες δολοφονήθηκαν όταν ταμπουρώθηκαν στο λιμάνι και η αστυνομία άνοιξε πυρ και άρχισε να πετάει χειροβομβίδες. όταν στελέχη του PAIGC έφτασαν στην τοποθεσία συνελήφθησαν άμεσα από τη PIDE. η αιματηρή καταστολή της απεργίας διέλυσε τις ειρηνιστικές αυταπάτες της ηγεσίας του PAIGC, η οποία αποτελούμενη από τον Καμπράλ, τον αδερφό του Λουίς Καμπράλ και τον Αριστίντες Περέιρα, μετεγκαταστάθηκε στο Κονακρί της (σκέτης, πρώην γαλλικής και ήδη ανεξάρτητης) Γουινέας και καθοδήγησε τον ένοπλο αγώνα εναντίον των πορτογάλων από εκεί. εδώ δεν θα αναφερθώ άλλο στις άλλες αντιαποικιακές οργανώσεις, καθώς γενικά είτε υποστήριζαν τις ειρηνικές μεθόδους (FLING-Frente para a Libertação e Independência da Guiné Portuguesa) είτε την διαπραγμάτευση με τους αποικιοκράτες ταυτόχρονα με ένοπλες δράσεις (MLG-Movimento da Libertação da Guiné), ενώ ήταν κυρίως εγκατεστημένες στο Ντακάρ της Σενεγάλης και προσπαθούσαν να σαμποτάρουν την ένοπλη εξέγερση του PAIGC.

ο ένοπλος αγώνας ξεκίνησε το 1961, με εξοπλισμό από το μαρόκο και στρατιωτική εκπαίδευση από την Κίνα. το PAIGC κυρίως ήταν δραστήριο αρχικά στα νότια και κεντρικά, το MLG στα βόρεια και και το FLING που μπήκε αργότερα στην μάχη δραστηριοποιούταν στα σύνορα με την Σενεγάλη. το 1964, η Σοβιετική Ένωση και άλλες ανατολικές χώρες ξεκίνησαν να παρέχουν ισχυρούς αριθμούς οπλισμού στους αντάρτες (Galli & Jones, p. 57). το βιβλίο των Galli και Jones ασχολείται εκτενώς με την οργάνωση του κόμματος και της στρατιωτικής του πτέρυγας, και έχει και μαρτυρίες από μαχητές της βάσης που προέρχονταν από τις αγροτικές περιοχές. σύμφωνα με μαρτυρίες και στοιχεία, στο επίπεδο της, στο επίπεδο της πολιτοφυλακής βάσης, οι αποφάσεις λαμβάνονταν αμεσοδημοκρατικά, ωστόσο - αναμενόμενα - οι διοικητές ορίζονταν από την καθοδήγηση. σύμφωνα με τις μαρτυρίες, υπήρχαν διαμαρτυρίες τόσο για την έλλειψη πρόνοιας, τροφίμων κλπ προς τους μαχητές και την παροχή αυτών μόνο στα στελέχη, καθώς και για την αργή πρόοδο της κατάληψης της εξουσίας από τους πορτογάλους, καθώς σύμφωνα με χωρικούς μαχητές, ο εξοπλισμός που είχε δοθεί από την Σοβιετική Ένωση ήταν τόσο ισχυρός που αρκούσε για την κατάληψη της Μπισάου, αλλά τα όπλα αυτά δίνονταν μόνο στους "προνομιούχους" με καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήριο, ενώ και ο Καμπράλ είχε υιοθετήσει μια τακτική σταδιακής και αργής εξέλιξης του αντάρτικου (πιθανόν - λέω εγώ - για να εξασφαλίσει υποστήριξη από τον οηε και να καταφέρει να δημιουργήσει αίσθηση εντός της πορτογαλίας) (Galli & Jones, pp. 64).

εντωμεταξύ, παρόλο που όλος ο κόσμος ήταν τότε στραμμένος προς το Βιετνάμ, η βοήθεια από την Σοβιετική Ένωση, η καλή στρατηγική του PAIGC, καθώς και η στρατιωτική γιωτομπαλίαση των πορτογάλων οδήγησε στο να ελέγχει το PAIGC το μεγαλύτερο τμήμα της αποικίας. εδώ αξίζει να ειπωθεί ότι μάχες δεν διεξήχθησαν ουδέποτε στο Πράσινο Ακρωτήριο, και όσοι μαχητές του PAIGC κατάγονταν από εκεί περνούσαν στην Γουινέα για να πολεμήσουν. ωστόσο, στο βιβλίο του ο Foy αναφέρει ότι η διασπορά των πρασινοακρωτηριωτών σε ολλανδία και γαλλία βοήθησε εκτενώς είτε στέλνοντας μαχητές είτε μαζεύοντας λεφτά, είτε κάνοντας προπαγάνδα στην ευρώπη (p. 22). η ζημιά που έπαθαν οι πορτογάλοι στην Γουινέα έφτασε στο σημείο να ονομάζεται "Πορτογαλικό Βιετνάμ." ως εκ τούτου, το φασιστικό καθεστώς της μητρόπολης ανέθεσε στον ταξίαρχο αντόνιο ντε σπινόλα την γενική αρχηγεία του στρατού, η οποία οδήγησε σε στρατιωτικές νίκες των αποικιοκρατών επί των ανταρτών (με την βοήθεια και μαύρων στρατιωτών) και σε μια τακτική καμμένης γης στις αγροτικές περιοχές καθώς και σε απόπειρα εισβολής του Κονακρί, ώστε να σταματήσει η εισροή μαχητών από την Γουινέα προς την Πορτογαλική Γουινέα, η οποία όμως αποκρούστηκε. τον σπινόλα θα τον συναντήσουμε και πιο κάτω.

η διαμάχη μεταξύ Καμπράλ και αυτών που επιθυμούσαν μια γρήγορη έκβαση του ενόπλου (και η οποία ασφαλώς περιλάμβανε και τον ανταγωνισμό μεταξύ των μελών από την Γουινέα και αυτών από το Πράσινο Ακρωτήριο) οδήγησε στην δολοφονία του Καμπράλ τον Ιανουάριο του 1973 στο Κονακρί από διαφωνούντες εντός του PAIGC, οι οποίοι μάλιστα πήραν ως όμηρο τον Περέιρα. ο Foy αναφέρει μόνο τις εσωτερικές πολιτικοστρατιωτικές διαφωνίες του PAIGC ως τον λόγο της δολοφονίας (pp. 27-29), ωστόσο οι Galli και Jones υποστηρίζουν ότι η PIDE εκμεταλλεύτηκε αυτές τις διαφωνίες για να βάλει μέλη του PAIGC να σκοτώσουν τον Καμπράλ με αντάλλαγμα την αυτονομία της Γουινέας, χωρίς όμως να περιλαμβάνεται και το Πράσινο Ακρωτήριο (p. 70). μετά την δολοφονία του Καμπράλ, γενικός γραμματέας του κόμματος αναδείχτηκε ο Περέιρα, ενώ ο Λουίς Καμπράλ πέρα από αντιπρόεδρος εκλέχτηκε και πρόεδρος της Γουινέας-Μπισάου, η οποία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη εκ μέρους του PAIGC στις 24 Σεπτεμβρίου 1973.

στο μεταξύ, παρά τις επιτυχίες του Σπινόλα στην μάχη, το κόστος τόσο σε οικονομικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο ήταν πολύ βαρύ τόσο για την οικονομία της πορτογαλίας όσο και για τον στρατό που πολεμούσε στην αποικία. η πορτογαλία δέχτηκε και οικονομικές κυρώσεις από τον οηε, ο οποίος το 1973 αναγνώρισε το PAIGC ως την νόμιμη κυβέρνηση της Γουινέας-Μπισάου, την στιγμή που εντός πορτογαλίας υπήρχε υποχρεωτική επιστράτευση αντιφρονούντων για να σταλούν να πολεμήσουν στις πορτογαλικές αποικίες. το 1974, όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο πληθυσμός της πορτογαλίας ήταν 8,879,127 και συνολικά ο αριθμός των στρατιωτών που πολέμησαν στις αποικίες μεταξύ 1961 και 1974 ήταν 1,400,000 (συν περίπου 400,000 αφρικάνοι), και η δαπάνη για τον πόλεμο ήταν στο 22% των συνολικών κρατικών δαπανών. έτσι, μαζί με τα εσωτερικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που υπήρχαν στην χουντοελεγχόμενη μητρόπολη οδήγησαν στην δημιουργία του Κινήματος των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο ξεκίνησε στις 25 Απριλίου 1974 το πραξικόπημα που πήρε την ονομάσια "επανάσταση των γαριφάλων" , παίρνοντας αφορμή και από την απόφαση του διαδόχου του σαλαζάρ μαρσέλο καετάνο να καθαιρέσει τον σπινόλα από την αρχηγεία των ενόπλων δυνάμεων λόγω της διαφωνίας του με την αποικιακή πολιτική και της πρότασης του να δοθεί αυτονομία στις εξεγερμένες αποικίες. είναι αξιοσημείωτο ότι μεταξύ των κύριων οργανωτών του πραξικοπήματος ήταν οι Βίτορ Άλβες, Φρανσίσκο ντα Κόστα Γκόμες και ο Οτέλο ντε Καρβάλιο (αγαπημένος των αριστερών), οι οποίοι είχαν πολεμήσει εναντίον των ανταρτών στις αποικίες και μάλιστα είχαν λάβει και διακρίσεις. στην αρχή, όταν η χούντα αποφάσισε να παραιτηθεί, το Κίνημα των Ένοπλων Δυνάμεων (που περιλάμβανε στρατιωτικούς προσκείμενους στους σοσιαλιστές και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας). ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, ο σπινόλα δεν επιθυμούσε την ολική ανεξαρτησία της Γουινέας-Μπισάου και των άλλων αποικιών, αλλά την δημιουργία μιας ομοσπονδιακής αποκεντρωμένης αποικιοκρατίας (Foy, p. 33), ενώ στις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση από την Γουινέα-Μπισάου, απέκλεισε την ανεξαρτησία του Πράσινου Ακρωτηρίου. έτσι, η αριστερή φράξια των πραξικοπηματιών αποφάσισε την καθαίρεση του σπινόλα από πρόεδρο της πορτογαλίας και την αντικατάσταση του με τον Γκόμες, ενώ τις διαπραγματεύσεις ανέλαβε ο Μάριο Σοάρες, γενικός γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος και μετέπειτα πρωθυπουργός της πορτογαλίας.

εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι παρόλο που η επανάσταση των γαριφάλων περιείχε και κοινωνική πολιτική και ταξική υποστήριξη και οδήγησε σε βελτίωση των συνθηκών ζωής των πορτογάλων μετά την μεταπολίτευση, δεν παύει να αποτελεί ένα γεγονός που προήλθε από μια συνωμοσία - έστω προοδευτικών - στρατιωτικών και όχι αποτέλεσμα λαϊκής εξέγερσης. σε αυτό δεν διαφέρει από τον τρόπο που κατέλαβαν την εξουσία διάφορα στρατιωτικού τύπου φιλοσοβιετικά καθεστώτα στην Αφρική (π.χ. Μπενίν, Γαλλικό Κονγκό), και έχει και τον σχετικό αντίκτυπο στο επίπεδο της πολιτικοποίησης και της ποιότητας της μεταπολίτευσης. επίσης, παρά το ότι οι στρατιωτικοί του Κινήματος των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν προοδευτικοί - ο Καρβάλιο κατέβηκε για υποψήφιος πρόεδρος με υποστήριξη της άκρας αριστεράς - η θέληση του για λήξη του αποικιακού πολέμου δεν προήλθε από μια εγγενή αντιιμπεριαλιστική-αντιαποικιακή πολιτική αντίληψη, αλλά από το γεγονός ότι αφενός η οικονομία της μητρόπολης βυθιζόταν λόγω του πολέμου και αφετέρου ότι οι δικές τους εμπειρίες όσο πολεμούσαν εναντίον των ανταρτών σε Πορτογαλική Γουινέα, Ανγκόλα και Μοζαμβίκη τους οδήγησαν να θέλουν να σταματήσει ο πόλεμος γιατί τον έπιναν από τους αντάρτες και σιχάθηκαν την ζωή τους. άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι αρχικά έβαλαν για "πολιτικό εκπρόσωπο" τους τον σπινόλα που είχε καταφέρει να πλήξει έντονα τους αντάρτες του PAIGC. επίσης δεν νομίζω να είναι τυχαίο ότι το Μακάου "έπαψε" (εν μέρει και με ευθύνη της κίνας) αποικία της πορτογαλίας μέχρι τον Δεκέμβριο του 1999, ενώ όταν το Fretilin (Frente Revolucionária de Timor-Leste Independente, Επαναστατικό Μέτωπο για ένα Ανεξάρτητο Ανατολικό Τιμόρ) κήρυξε τον Νοέμβριο 1975 την ανεξαρτησία του Ανατολικού Τιμόρ από την πορτογαλία, αυτή δεν το αναγνώρισε, οδηγώντας στην συνέχεια στην εισβολή της ινδονησίας τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. η πορτογαλία αναγνώρισε το Ανατολικό Τιμόρ ως ανεξάρτητο κράτος μόλις το 2002, αφού αποχώρησε η ινδονησία. άρα η αντίθεση των πραξικοπηματιών των γαριφάλων στην αποικιακή υπόσταση της πορτογαλίας μάλλον δεν είχε και τόσο ευγενή ή αντιιμπεριαλιστικά ερείσματα.

το άλλο που με ενδιαφέρει είναι το τι άφησε πίσω της η πορτογαλική αποικιοκρατία, το οποίο αφορά στο πώς εκμεταλλεύτηκε τις φατριαστικές διαφορές στις αποικίες προκειμένου να ισχυροποιήσει την εξουσία της, κάτι που ως γνωστόν έπραξαν όλες οι αποικιοκρατικές δυνάμεις, όπως είδαμε και στα κείμενα για την Βιρμανία και την Σρι Λάνκα, με αποτέλεσμα τον συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ ηπειρωτών της Γουινέας-Μπισάου και νησιωτών του Πράσινου Ακρωτηρίου εντός PAIGC (δεν θα εκπλαγώ αν οι εμφύλιοι στην Ανγκόλα και στην Μοζαμβίκη με την λήξη της αποικιοκρατίας περιλαμβάνουν και τέτοιες αιτίες). όταν η πορτογαλία αποχώρησε από την Γουινέα-Μπισάου τον Σεπτέμβριο του 1974, το PAIGC πήρε την εξουσία και εγκαθίδρυσε μονοκομματικό σοβιετόφιλο καθεστώς ως το 1994. τον Ιούλιο του 1975 η πορτογαλία παραχώρησε την ανεξαρτησία και στο Πράσινο Ακρωτήριο, όπου και εκεί πήρε την εξουσία το PAIGC, με πρόεδρο τον Περέιρα και την εγκαθίδρυση και εκεί μονοκομματικού καθεστώτος ως το 1990. ο στόχος του PAIGC ήταν η ένωση της Γουινέας-Μπισάου και του Πράσινου Ακρωτηρίου σε ένα κράτος (όπως φαίνεται και από το όνομα του, από τις αναφορές στα συντάγματα των δύο χωρών στην ενοποίηση, αλλά και από τις σχεδόν ίδιες σημαίες που είχαν μέχρι το 1992), ωστόσο οι συνεχιζόμενες διαμάχες μεταξύ των στελεχών που προέρχονταν από τις δύο χώρες καθυστερούσε αυτή την εξέλιξη. τον Νοέμβριο του 1980, ο Νίνο Ζοάο Μπερνάρντο Βιέιρα, πρωθυπουργός της Γουινέας-Μπισάου και βασικό στέλεχος της στρατιωτικής ηγεσίας του PAIGC κατά το εθνικοαπελευθερωτικό αντάρτικο, ανέτρεψε και εξόρισε τον πρόεδρο Λουίς Καμπράλ, αδερφό του Αμιλκάρ. ο λόγος που έδωσε ο Βιέιρα για το πραξικόπημα ήταν οι κοινωνικές διαμάχες μεταξύ των μαύρων γηγενών της Γουινέας-Μπισάου και των μιγάδων μεταναστών από το Πράσινο Ακρωτήριο. με αφορμή αυτό, το τμήμα του κόμματος στο Πράσινο Ακρωτήριο προχώρησε σε διάσπαση, μετονομάστηκε σε PAICV (Partido Africano da Independência de Cabo Verde, Αφρικάνικο Κόμμα για την Ανεξαρτησια του Πράσινου Ακρωτηρίου) και διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Γουινέα-Μπισάου.

επίσης, όταν το 2009 ο Βιείρα δολοφονήθηκε από στρατιώτες λόγω του ότι θεωρήθηκε ότι είχε αναμειχθεί στην δολοφονία του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων της χώρας στρατηγό Batista Tagme Na Waie, σε άρθρο του στον independent, ο Daniel Howden έγραψε:

"That struggle is explained in part by ethnic rivalry, with the general hailing from the Balante group, traditionally dominant in the armed forces, while the President came from the much smaller Papel community."

"Οι αιτίες αυτής της διαμάχης μπορούν εν μέρει να αποδοθούν στην εθνοτική αντιπαλότητα, με τον στρατηγό να προέρχεται από την φυλή Μπαλάντα, που παραδοσιακά κυριαρχεί στις ένοπλες δυνάμεις, ενώ ο Πρόεδρος καταγόταν από την κατά πολύ μικρότερη κοινότητα των Παπέλ."

όλα αυτά δείχνουν ότι παρά την ανεξαρτησία, οι πληγές που άφησαν πίσω τους οι ιμπεριαλιστές, και εν προκειμένω οι πορτογάλοι, αυτοί οι ντεμέκ αθώοι και πολιτισμένοι, συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να ματώνουν τα μέρη που βρώμισαν με την άθλια ιμπεριαλιστική και δουλοκτητική τους παρουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου